-
1 πομπάι
-
2 πομπᾶι
-
3 πομπαί
πομπήconduct: fem nom /voc pl -
4 πομπαίαν
πομπαί̱ᾱν, πομπαῖοςescorting: fem acc sg (attic doric aeolic) -
5 πομπαίου
πομπαί̱ου, πομπαῖοςescorting: masc /neut gen sg -
6 εὐθύπνοος
1 with unswerving blastsεὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαὶ N. 7.29
-
7 Ζέφυρος
-
8 κομίζω
κομίζω (κόμιζε; κομίζων, -οντες: impf. κόμιζε(ν): aor. ἐκόμιξαν, ἐκόμᾰσαν; κόμᾰσον; κομίξαις; κομίξαι, κομᾰσαι.)a bring, carry backτοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες O. 13.59
ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι ἤδη ἁλωκότα P. 3.56
“ κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι Φρίξος” P. 4.159 σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν sc. Achilles N. 3.48 ξανθῷ Μενέλᾳ δάμαρτα κομίσαι θοαῖς ἂν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαὶ πρὸς Ἴλου πόλιν (sc. Αἴαντα) N. 7.28ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.44
fig.,τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν N. 2.19
b preserveΑἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε P. 8.99
παροιχομένων γὰρ ἀνέρων, ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν (Tricl.: ἐκόμιξαν codd.) N. 6.30 “ἱκόμαν οἴκαδ, ἀρχαίαν κομίζων πατρὸς ἐμοῦ τιμάν” ( ἀρχὰν ἀγκομίζων coni. Chaeris) P. 4.106 add. pr. adj.εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει O. 2.14
ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις ὅλον δίφρον κομίξαις P. 5.51
-
9 Μενέλας
1ὃν ξανθῷ Μενέλᾳ δάμαρτα κομίσαι θοαῖς ἂν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαὶ πρὸς Ἴλου πόλιν N. 7.28
-
10 πορεύω
a make to go, let go “ ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων ἐς Ἆλιν” O. 1.77 Κασσάνδραν πολιῷ χαλκῷ σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά (v. l. πόρευσ) P. 11.21 ( Αἴαντα)Μενέλᾳ δάμαρτα κομίσαι θοαῖς ἂν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαὶ πρὸς Ἴλου πόλιν N. 7.29
b ?intrans., travel ἐς γαῖαν πορεύεν θυμὸς ὥρμα Ἰστρίαν νιν (v. l. πορεύειν: fort. trans.: v. ὁρμάω) O. 3.25c pass. pro med., be sped travel Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ ἴδετε πορευθέντ' ἀοιδᾶν δεύτερον ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν fr. 75. 8. -
11 πολύθυτος
πολύ-θῠτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύθυτος
-
12 πομπή
A conduct, escort,θεῶν ὑπ' ἀμύμονι πομπῇ Il.6.171
; ;π. δόμεναι 9.518
;πομπᾷ Διὸς ξενίου A.Ag. 748
(lyr.);θείῃ π. χρεώμενος Hdt.1.62
, cf.3.77; οὐρία π., of a fair wind, E.IA 352 (troch.); also ἀνταίαν πνεῦσαι π. ib. 1324 (lyr.): in pl.,Ἀπολλωνίαις πομπαῖς Pi.P.5.91
;Ζεφύροιο πομπαί Id.N.7.29
;βασιλέως ὑπὸ πομπαῖς A.Pers.58
(anap.), etc.b concrete, an escort,ὑπ' εὔφρονι πομπᾷ Id.Eu. 1034
(lyr.).2 sending away, sending home,ἔπειτα δὲ καὶ περὶ πομπῆς μνησόμεθα Od.7.191
, cf. 8.545, etc.; ;τεῦχε δὲ πομπήν 10.18
, cf. Pi.P.4.164;πομπᾶς ἁγεμών E.Rh. 229
(lyr.).3 mission, θεοῦ τινος πομπῇ sent by.., of a dream, Hdt.7.16.β, cf. Pl.R. 383a; κατὰ σημείων πομπάς ib. 382e: simply, sending,ξύλων Th.4.108
.II solemn procession,Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῦντο Heraclit.15
; in procession,Hdt.
2.45;σὺν πομπῇ Id.7.197
;πομπὴν πέμπειν Id.5.56
, Ar.Av. 849, Th.6.56; τὰς π. πεμπειν, pompeu=sai D.4.26, IG22.1028.14; τῆς π., ὅπως ἂν ὡς κάλλιστα πεμφθῇ ib.12.84.26; τινι in honour of a god, Ar.Ach. 248; μήλων κνισάεσσα πομπά the flesh of sheep for sacrifice carried in procession, Pi.O.7.80.b at Rome, triumphal procession, Plb.6.39.9, etc.: generally, τείνειν π. lead a long procession, of a military expedition, A.Th. 613.2 metaph., pomp, parade,π. καὶ ῥημάτων ἀγλαϊσμός Pl.Ax. 369d
.3 personified, on a vase, AJA30.424. -
13 ἀλεξίμβροτος
ἀλεξί-μβροτος, ον,A protecting mortals,λόγχη Pi.N.8.30
; ἀ. πομπαι sacred processions which shield men from ill, Id.P.5.91.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεξίμβροτος
-
14 ἡρώιος
См. также в других словарях:
πομπαί — πομπή conduct fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπᾶι — πομπᾷ , πομπή conduct fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπαίαν — πομπαί̱ᾱν , πομπαῖος escorting fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπαίου — πομπαί̱ου , πομπαῖος escorting masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεξίμβροτος — ἀλεξίμβροτος, ον (Α) 1. αυτός που προστατεύει από το κακό τους θνητούς, τους ανθρώπους 2. φρ. «ἀλεξίμβροτοι πομπαί», ιερές λιτανείες για την προφύλαξη τών ανθρώπων από το κακό και τη δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι * (< ἀλέξω) + βροτός] … Dictionary of Greek
ευθύπνους — εὐθύπνους, ουν και εὐθύπνοος, οον (Α) 1. (για άνεμο) αυτός που πνέει κατευθείαν («θοαῑς... ἄν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαί», Πίνδ.) 2. (για πρόσωπο) αυτός που αναπνέει ελεύθερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + πνους (< πνόος < πνοή),… … Dictionary of Greek