Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πομπαί

См. также в других словарях:

  • πομπαί — πομπή conduct fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπᾶι — πομπᾷ , πομπή conduct fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπαίαν — πομπαί̱ᾱν , πομπαῖος escorting fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπαίου — πομπαί̱ου , πομπαῖος escorting masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεξίμβροτος — ἀλεξίμβροτος, ον (Α) 1. αυτός που προστατεύει από το κακό τους θνητούς, τους ανθρώπους 2. φρ. «ἀλεξίμβροτοι πομπαί», ιερές λιτανείες για την προφύλαξη τών ανθρώπων από το κακό και τη δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι * (< ἀλέξω) + βροτός] …   Dictionary of Greek

  • ευθύπνους — εὐθύπνους, ουν και εὐθύπνοος, οον (Α) 1. (για άνεμο) αυτός που πνέει κατευθείαν («θοαῑς... ἄν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαί», Πίνδ.) 2. (για πρόσωπο) αυτός που αναπνέει ελεύθερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + πνους (< πνόος < πνοή),… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»