Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πολύ-φλοισβος

См. также в других словарях:

  • πολύφλοισβος — η, ο / πολύφλοισβος, ον, ΝΑ (για θάλασσα και για κύματα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, πολυτάραχος, θορυβώδης (α. «παρὰ θῖνα πολυφλοίσβιο θαλάσσης», Ομ. Ιλ. β. «πολυφλοίσβοισι θαλάσσης κύμασιν», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για μέλαθρο ή συμπόσιο) ο… …   Dictionary of Greek

  • υπόφλοισβος — ον, Α αυτός που κάνει ελαφρό φλοίσβο, που παφλάζει ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φλοῖσβος (πρβλ. πολύ φλοισβος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»