-
1 μίτος
Grammatical information: m.Meaning: meaning uncetain, about `thread of the warp, chain', also `thread in gen.', Lat. līcium (since Ψ 762), s. Blümner Technologie 141 ff., where also other interpretations; κατὰ μίτον `uninterrupted' (Pherecr., Plb.).Compounds: Often as 2. member, e.g. λεπτό-μιτος `with fine threads' (E.), πολύ-μιτος `consisting of many threads, damask' (A., Cretin., Peripl. M. Rubr.).Derivatives: μιτώδης `thread-like, made of threads', v. t. (S. Ant. 1222), μίτινοι `licinae' (gloss.) μιτηρός, μιτάριον (sch. E. Hec. 924), μιτόομαι, - ώσασθαι `hitch up threads' v.t. (AP), μίσασθαι(?) `id.' (Pl. Com.), μιτίσασθαι `liciare' (gloss.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Because of the uncertain mening all explanations are hypothetic: to Skt. mithás `mutual, alternate' etc. (Prellwitz KZ 47, 305; s. μοῖτος); to μίτρα (H. Petersson; s. v.), to Lith. mita `stick (?; G. Stecken) for weaving nets ( ?)' (Fraenkel Wb. s.v.); diff. Zupitza BB 25, 99 (rejected by Bq and W.-Hofmann s. mittō).Page in Frisk: 2,245-246Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μίτος
-
2 πολύμιτος
πολύ-μῐτος, ον,A consisting of many threads, Cratin.436; τὰ π. damask stuffs, in which several threads were taken for the woof in order to weave in patterns, Plin.HN8.196; πέπλοι π. damask robes, A.Supp. 432 (lyr.);προσκεφάλαια Sammelb. 7033.37
(v A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύμιτος
См. также в других словарях:
λεπτόμιτος — λεπτόμιτος, ον (Α) αυτός που αποτελείται από λεπτούς μίτους, ο υφασμένος με λεπτές κλωστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + μίτος «νήμα, κλωστή» (πρβλ. εύ μιτος, πολύ μιτος)] … Dictionary of Greek
πολύμιτος — η, ο / πολύμιτος, ον, ΝΜΑ 1. (για ύφασμα) κατασκευασμένος με πολλές διαφορετικές κλωστές, αυτός τού οποίου το υφάδι έχει κλωστές με διαφορετικό χρώμα για την κατασκευή διακοσμητικών μοτίβων 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πολυμιτα τα δαμασκηνά,… … Dictionary of Greek
σφιχτός — ή, ό / σφίγκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και σφικτός, ή, ό Ν 1. αυτός που σφίγγει, που περιβάλλει κάτι πιεστικά, που συσφίγγει (α. «σφιχτό παπούτσι» β. «σφιχτός κόμπος» γ. «σφιγκτότεροι τοῡ δέοντος οἱ ἐπίδεσμοι», Παύλ. Αιγ.) 2. καλά σφιγμένος (α. «σφιχτή… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Polymit, der — Der Polymīt, des es, plur. doch nur von mehrern Arten, die e, ein gemeiner wollener glatter und dunkelfärbiger Zeug, welcher einen starken gedrehten Faden hat, und von dem andern Geschlechte zu schlechten Hauskleidern getragen wird. Er heißt auch … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
πολυμιταρικός — ή, όν, Α το θηλ. ως ουσ. ἡ πολυμιταρική (ενν. τέχνη) η ποικιλτική*, η τέχνη τής ύφανσης πολύχρωμων υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μιτάριον «εξάρτημα του αργαλειού» (< μίτος) + κατάλ. ικός] … Dictionary of Greek