-
1 σχοινινος
-
2 σχοίνινος
σχοίνινος, 1) aus Binsen, von Binsen gemacht, Eur. fr. Autol. 3. – 2) einer Binse ähnlich, gleich, wie eine Binse gewachsen, lang u. schmächtig, VLL.
-
3 σχοίνινος
σχοίνινοςof rushes: masc nom sg -
4 σχοίνινος
-
5 σχοίνινος
ίνη, ον см. σχοινένιος -
6 σχοίνινος
[схининос] яг. веревочный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σχοίνινος
-
7 σχοίνινος
[схининос] яг. веревочный. -
8 σχοίνινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχοίνινος
-
9 σχοίνινον
σχοίνινοςof rushes: masc acc sgσχοίνινοςof rushes: neut nom /voc /acc sg -
10 σχοινίναις
σχοίνινοςof rushes: fem dat pl -
11 σχοινίνην
σχοίνινοςof rushes: fem acc sg (attic epic ionic) -
12 σχοινίνοις
σχοίνινοςof rushes: masc /neut dat pl -
13 σχοινίνου
σχοίνινοςof rushes: masc /neut gen sg -
14 σχοινίνας
σχοινίνᾱς, σχοίνινοςof rushes: fem acc plσχοινίνᾱς, σχοίνινοςof rushes: fem gen sg (doric aeolic) -
15 σχοινίς [2]
-
16 σχοίνιος
-
17 ἠθμός
ἠθμός, ὁ (ἤϑω), nach Schol. Ap. Rh. 1, 1294 ἡϑμός, Geräth zum Durchseihen, Durchschlag, Sieb, Trichter; ἐνϑέντες εἰς τὸ στόμα τοῦ κεραμίου τὸν καλούμενον ἠϑμόν Arist. H. A. 4, 8; πολύτρητος Philp. 13 (VI, 101); Pherecr. bei Ath. XI, 480 b ἔγχει τ' ἐπιϑεὶς τὸν ἠϑμόν; vgl. Poll. 10, 108. – Xen. Mem. 1, 4, 6 nennt die Augenwimpern so. – Sprichwörtlich τῷ ἠϑμῷ ἀντλεῖν, Arist. Oec. 1, 6; vgl. Ath. I, 24 e; – σχοίνινος, ein von Binsen geflochtenes Körbchen, um beim Spielen die Würfel hineinzuwerfen, = κημός, Cratin. beim Schol. Ar. Equ. 1147; vgl. τριχϑαδίας ἀδόκητα βαλὼν ψηφῖδας ἀπ' ἠϑμοῦ Agath. 72 (IX, 482).
-
18 σχοινίνω
-
19 σχοινίνῳ
-
20 σχοινίς
A = σχοινίον, rope, cord, Theoc.23.51.2 wall-decoration in form of a rope, Supp.Epigr.4.453.17 (Didyma, ii B.C.); similar decoration of a silver cup, OGI214.55 (ibid., iii B.C.).II v.l. for Σχοινῄς (q.v.), Lyc.832.------------------------------------σχοιν-ίς (B), ίδος [ῐ], poet. fem. ofGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχοινίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σχοίνινος, -η, -ο — και σκοινένιος, ια, ιο φτιαγμένος από σχοινί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχοίνινος — of rushes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοίνινος — η, ο / σχοίνινος, ίνη, ον, ΝΑ, και σκοίνινος, η, ο, Ν, και μτγν. τ. θηλ. σχοινίς, ίδος, Α [σχοῑνος] νεοελλ. κατασκευασμένος με σχοινί αρχ. κατασκευασμένος από σχοίνους … Dictionary of Greek
σχοίνινον — σχοίνινος of rushes masc acc sg σχοίνινος of rushes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινίναις — σχοίνινος of rushes fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινίνην — σχοίνινος of rushes fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινίνοις — σχοίνινος of rushes masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινίνου — σχοίνινος of rushes masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινίνῳ — σχοίνινος of rushes masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινίνας — σχοινίνᾱς , σχοίνινος of rushes fem acc pl σχοινίνᾱς , σχοίνινος of rushes fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek