-
1 πολυσκαλμος
-
2 πολύσκαλμος
πολύ-σκαλμος, ον,A many-oared, AP7.295.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύσκαλμος
-
3 πολύσκαλμος
-
4 πολυσκάλμου
πολύσκαλμοςmany-oared: masc /fem /neut gen sg -
5 ναυτιλια
эп.-ион. ναυτῐλίη ἥ1) мореходное искусство, судоходство(ν. καὴ κυβερνητική Plat.)
2) морское путешествие, мореходство3) судно, корабль(πολύσκαλμος Anth.)
-
6 ναυτιλία
2 voyage, Hdt.4.145, Hp.Aph.4.14: and in pl.,ναυτιλίῃσι μακρῇσι ἐπιθέσθαι Hdt.1.1
, cf. 163;ναυτιλίῃσι χρέεσθαι Id.2.43
, cf. Pi.N.3.22, I.4(3).57.3 ship,πολύσκαλμος ν. AP7.295.4
(Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυτιλία
См. также в других словарях:
πολύσκαλμος — ον, Α 1. (για πλοίο) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει πολλά κουπιά, πολύκωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σκαλμός] … Dictionary of Greek
πολυσκάλμου — πολύσκαλμος many oared masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)