-
1 ναυτιλία
ναυτιλίᾱ, ναυτιλίαsailing: fem nom /voc /acc dualναυτιλίᾱ, ναυτιλίαsailing: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ναυτιλίαι, ναυτιλίαsailing: fem nom /voc plναυτιλίᾱͅ, ναυτιλίαsailing: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ναυτιλια
эп.-ион. ναυτῐλίη ἥ1) мореходное искусство, судоходство(ν. καὴ κυβερνητική Plat.)
2) морское путешествие, мореходство3) судно, корабль(πολύσκαλμος Anth.)
-
3 ναυτιλία
ναυτιλία, ἡ, das Fahren zu Schiffe, die Seefahrt; περιγιγνόμεϑ' ἄλλων ναυτιλίῃ, so rühmen sich die Phäaken, Od. 8, 253; Hes. O. 620. 644; ναυτιλίαισι πορϑμὸν ἁμερώσαις, Pind. I. 3, 75, vgl. N. 3, 21; Her. 1, 1. 163. 2, 43, auch im plur.; Plat. Rep. VII, 527 d; περί τε ναυτιλίαν καὶ κυβερνητικήν, Legg. IV, 709 b; βλαβερά, Xen. Mem. 4, 2, 32; Plut.
-
4 ναυτιλία
1 voyage, seafaring τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; P. 4.70 κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος · ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς (cf. fr. 256) N. 3.22 ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (sc. Ἡρακλέης: for voyages, cf. Wil. on Eur., Her. 20: v. τέναγος) I. 4.57 -
5 ναυτιλία
ναυτιλία, ἡ, das Fahren zu Schiffe, die Seefahrt; περιγιγνόμεϑ' ἄλλων ναυτιλίῃ, so rühmen sich die Phäaken -
6 ναυτιλίᾳ
Βλ. λ. ναυτιλία -
7 ναυτιλία
η1) мореплавание, морское судоходство; кораблевождение; 2) торговый флот;υπουργείο εμπορικής ναυτιλίας — министерство торгового флота
-
8 ναυτιλία
-
9 ναυτιλία
[нафтилиа] ουσ θ навигация, мореплавание. -
10 ναυτιλία
2 voyage, Hdt.4.145, Hp.Aph.4.14: and in pl.,ναυτιλίῃσι μακρῇσι ἐπιθέσθαι Hdt.1.1
, cf. 163;ναυτιλίῃσι χρέεσθαι Id.2.43
, cf. Pi.N.3.22, I.4(3).57.3 ship,πολύσκαλμος ν. AP7.295.4
(Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυτιλία
-
11 ναυτιλία
1) navigation2) sailing3) shippingΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ναυτιλία
-
12 ναυτιλίας
ναυτιλίᾱς, ναυτιλίαsailing: fem acc plναυτιλίᾱς, ναυτιλίαsailing: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 ναυτιλίαι
ναυτιλίαsailing: fem nom /voc plναυτιλίᾱͅ, ναυτιλίαsailing: fem dat sg (attic doric aeolic) -
14 ναυτιλίαν
ναυτιλίᾱν, ναυτιλίαsailing: fem acc sg (attic doric aeolic) -
15 ναυτιλίη
ναυτιλίαsailing: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ναυτιλίαsailing: fem dat sg (epic ionic) -
16 ναυτιλίαις
ναυτιλίαsailing: fem dat pl -
17 ναυτιλίαισι
ναυτιλίαsailing: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
18 ναυτιλίην
ναυτιλίαsailing: fem acc sg (epic ionic) -
19 ναυτιλίης
ναυτιλίαsailing: fem gen sg (epic ionic) -
20 πολύ-σκαλμος
πολύ-σκαλμος, vielruderig, ναυτιλία, Leonid. Tar. 91 (VII, 295).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ναυτιλία — ναυτιλίᾱ , ναυτιλία sailing fem nom/voc/acc dual ναυτιλίᾱ , ναυτιλία sailing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίᾳ — ναυτιλίαι , ναυτιλία sailing fem nom/voc pl ναυτιλίᾱͅ , ναυτιλία sailing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλία — η (Α ναυτιλία και ιων. τ. ναυτιλίη) [ναυτίλος] το επάγγελμα και το έργο τού ναυτικού, η θαλασσοπλοΐα νεοελλ. 1. η ναυτική επιστήμη και η τέχνη τού ναυτικού 2. το σύνολο τών εμπορικών πλοίων μαζί με τα πληρώματά τους, το εμπορικό ναυτικό αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ναυτιλία — η 1. η ναυτική τέχνη και η δραστηριότητα στη θάλασσα. 2. το εμπορικό ναυτικό: Η ναυτιλία είναι σπουδαίος οικονομικός παράγοντας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυτιλίας — ναυτιλίᾱς , ναυτιλία sailing fem acc pl ναυτιλίᾱς , ναυτιλία sailing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίαι — ναυτιλία sailing fem nom/voc pl ναυτιλίᾱͅ , ναυτιλία sailing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίαν — ναυτιλίᾱν , ναυτιλία sailing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλιῶν — ναυτιλία sailing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίαις — ναυτιλία sailing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίαισι — ναυτιλία sailing fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίη — ναυτιλία sailing fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)