Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πολύ-σκαλμος

См. также в других словарях:

  • κατάσκαλμος — κατάσκαλμος, ον (Μ) αυτός που κωπηλατεί καθισμένος στην ίδια σειρά με τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκαλμος (< σκαλμός «το ξύλο στο οποίο προσαρμόζεται το κουπί»), πρβλ. εύ σκαλμος, πολύ σκαλμος] …   Dictionary of Greek

  • πολύσκαλμος — ον, Α 1. (για πλοίο) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει πολλά κουπιά, πολύκωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σκαλμός] …   Dictionary of Greek

  • σκάλλω — ΜΑ σκάβω («σκαλλομένης τῆς περικειμένης γῆς», Γεωπ.) αρχ. μτφ. α) αναζητώ, ερευνώ («νυκτὸς μετὰ καρδίας μου ἠδολέσχουν, καὶ ἔσκαλλον τὸ πνεῡμά μου», ΠΔ) β) ενοχλώ ή ταράζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σκάλλω (< *σκαλ jω) ανάγεται στη συνεσταλμένη… …   Dictionary of Greek

  • τύλη — η, ΝΑ, και δωρ. τ. τύλα Α υπόστρωμα πάνω στο οποίο τοποθετούν τα βάρη οι αχθοφόροι νεοελλ. υπόστρωμα σάγματος ή σέλας αρχ. 1. μέρος τού σώματος που έχει κυρτωθεί από πίεση, όπως ο ώμος αχθοφόρου 2. καμπούρα καμήλας, ύβος 3. προσκεφάλι, προσκέφαλο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»