-
1 πολύ-χυτος
πολύ-χυτος, weit oder viel ergossen, überh. viel-, mannichfach, Plut. Cat. min. 25 u. a. Sp.
-
2 πολύχυτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύχυτος
-
3 πολύχυτος
πολύ-χυτος, weit oder viel ergossen, überh. viel-, mannigfach -
4 πολυχυτος
2обильно разлитой -
5 πολύχυλος
πολύ-χῡλος, ον,A with much juice, Ath.Med. ap. Orib.1.2.14, Xenocr. ib.2.58.50.2 = πολύχοος 1.2, Dsc.1.26, 5.96 (v.l. -χυτος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύχυλος
-
6 χέω
χέω, used in the simple form mostly by Poets, butA v. ἐγ-, κατα-, συγ-χέω; -εει is not [var] contr. by [dialect] Ep., v. Il.6.147, 9.15, Hes.Op. 421; but in Trag. and [dialect] Att. always so, ἐκ-χεῖ, συγ-χεῖς, κατα-χεῖν, S.El. 1291, E.IA37 (anap.), Ar.Eq. 1091 (hex.); for - εε no rule is observed, [tense] impf.χέε Il.23.220
; butσύγ-χει 9.612
, 13.808,χεῖσθαι Od.10.518
;κατ-έχεε Ar.Nu.74
, D.45.74; ἐν-έχει, ἐν-έχεις, ἐξ-έχει, Antipho 1.19, Ar.Pl. 1021, A.Ag. 1029 (lyr.):— -έῃ, -έο, -έου, -έω seem never to have been contracted, exc.ἐγχεῦντα Theoc.10.53
:— [tense] fut. χέω ( ἐκ-χεῶ acc. to Choerob. in Theod.2.168 H., but this is Hellenistic, LXX Je.6.11, al., ἐκ-χεεῖς ib.Ex.4.9, ἐκ-χεεῖib.Le.4.18,25, ἐκ-χεεῖτε ib.De.12.16,24, ἐκ-χεοῦσι ib.Le.4.12, προς-χεεῖς ib.Ex. 29.16, al., and the [voice] Med. χεόμενος (v. infr.) points to [dialect] Att. χέω), συγ- E.Fr. 384
, (anap.);παρα-χέων Pl.Com. 69.3
; [dialect] Ep. [tense] fut.χεύω Od.2.222
(χρειώ Aristarch.
, whence χείω Porson): [tense] aor.ἔχεα Il.18.347
, Pi.I.8(7).64, etc.; [dialect] Ep.ἔχευα Il.3.270
, 4.269,χεῦα 14.436
, Od.4.584, etc.; [dialect] Ep. [tense] aor. 1 subj.χεύομεν Il.7.336
(lateἔχευσα AP14.124
(Metrod.)): [tense] pf. κέχῠκα, ([etym.] ἐκ-) Men.915, APl.4.242 (Eryc.):—[voice] Med., [tense] fut. [dialect] Att.χεόμενος Is.6.51
: [tense] aor.ἐχεάμην Hdt.7.43
, A.Pers. 220 (troch.), S.OC 477, Ar.V. 1020 (anap.); [dialect] Ep. ἐχευάμην, χευάμην, Il.5.314, 18.24, etc.; [dialect] Ep. subj. χεύεται ([etym.] περι-) Od.6.232 (perh. indic.):—[voice] Pass., [tense] fut. χῠθήσομαι ([etym.] συγ-) D.23.62, cf. J.AJ8.8.5: later χεθήσομαι, ([etym.] ἐκ-) Arr.Epict.4.10.26:—[tense] aor. 1 ἐχύθην [ῠ] Od.19.590, etc.: later ἐχέθην, not in Inscrr. or Pap., f.l. in Ph.1.455, Euc.Catoptr.Prooem. (vii p.286 H., ἐγ-, ἐκ-), etc.: also [dialect] Ep. [tense] aor. χύτο [ῠ] Il.23.385, Od.7.143;ἐξ-έχῠτο 19.470
; ἔχυντο, χύντο, 10.415, Il.4.526; part. χύμενος, η, ον, 19.284, Od.8.527, and Trag. in lyr., A.Ch. 401, Eu. 263, E.Heracl.76: [tense] pf.κέχῠμαι Il.5.141
, Sapph. Supp.25.12, Pi.I.1.4, etc.: [tense] plpf. [dialect] Ep.κέχῠτο Il.5.696
, etc.—[dialect] Ep. [tense] pres. [full] χείω, Hes.Th.83; later [dialect] Ep. [tense] pres. [full] χεύω both in the simple Verb and compds., Nic.Al. 381, Lyr.Alex.Adesp.35.19 (fort. Mesom.), Nonn. D.18.344, Opp.C.2.127:—[voice] Med.,χεύομαι A.R.2.926
: in later Prose [tense] pres. [full] χύνω (q.v.); χῦσαι is f.l. for λῦσαι in codd. dett. of Tryph. 205.—Rare in Prose, exc. in compds. and in [voice] Med. 0-0Radic. sense, pour:I prop. of liquids, pour out, let flow, ; , cf. Od.1.146, etc.;οἶνον χαμάδις χέε Il.23.220
;κατὰ στόματος νέκταρ Theoc.7.82
: χέει ὕδωρ, of Zeus, i.e. makes it rain, Il.16.385;ὅταν βορέας χιόνα.. χέῃ E.Cyc. 328
: abs., χέει it snows, Il.12.281 ( νειφέμεν is in l. 280): freq. of drink-offerings,χέουσα χοάς A.Ch.87
:—[voice] Med.,χοὴν χεῖσθαι νεκύεσσι Od.10.518
;χοὴν χεόμην νεκύεσσι 11.26
;χοὰς χέασθαι Hdt.7.43
, etc.: abs., Is.6.51,65:—[voice] Pass.,κέχυται Il.12.284
; κρῆναι χέονται they gush forth, E.Hipp. 748 (lyr.);ποτοῦ χυθέντος ἐς γῆν S.Tr. 704
; χέεσθαι βουτύρῳ, γάλακτι to flow with.., LXX Jb.29.6.2 χ. δάκρυα shed tears,δάκρυα θερμὰ χέοντες Il.7.426
, cf. 16.3, E.Tr.38;ἀπ' ὀφθαλμῶν Id.Cyc. 405
:—[voice] Med.,ὅσα σώματα χεῖται Pl.Ti. 83e
:—[voice] Pass., of tears, flow,δάκρυα θερμὰ χέοντο Od.4.523
;ἀπ' ὀφθαλμῶν χύτο δάκρυα Il.23.385
; of blood, to be shed, drip, (anap.), cf. Eu. 263 (lyr.).4 [voice] Pass., become liquid, melt, dissolve, τὰ κεχυμένα, opp. τὰ συνεστῶτα, Pl.Ti. 66c; of the ground in spring, X.Oec.16.12, Thphr.CP3.4.4; κεχυμένοι ὀφθαλμοί perh. moist, languishing eyes, Heph.Astr.1.1.II of solids, shed, scatter,φύλλα ἄνεμος χαμάδις χέει Il.6.147
; ;πτερὰ ἔραζε Od. 15.527
; ἐν.. ἄλφιτα χ. δοροῖσιν pour into.., 2.354; [κρέα] εἰν ἐλεοῖσιν Il.9.215
;κόνιν κὰκ κεφαλῆς 18.24
, Od.24.317; καλάμην χθονί, of a mower or reaper, Il.19.222:—[voice] Pass.,ἐν νάσῳ κέχυται σπέρμα Pi.P. 4.42
; πάγου χυθέντος when the frost was on the ground, S. Ph. 293; κέχυται νόσος has spread through his frame, Id.Tr. 853 (lyr.).2 throw up earth, so as to form a mound,σῆμ' ἔχεαν Il.24.799
; χεύαντες δὲ τὸ σῆμα ib. 801, cf. Od.1.291;τύμβον χ. Il.7.336
, etc.;θανόντι χυτὴν ἐπὶ γαῖαν ἔχευαν Od.3.258
, cf. Il.23.256.3 χ. δούρατα shower spears, 5.618:—[voice] Med., βέλεα χέοντο they showered their darts, 8.159.4 let fall, drop,κατὰ δ' ἡνία χεῦεν ἔραζε 17.619
;εἴδατα ἔραζε Od.22.20
; ἀπὸ κρατὸς χέε (v.l. for βάλε)δέσματα Il.22.468
; (lyr.) (but καρπὸν χ., of trees, not to shed their fruit, but to let it hang down in profusion, Od.11.588):—[voice] Pass., streaming down, falling,E.
Ba. 456.5 in [voice] Pass., to be heaped up, massed together, [ἰχθύες] ἐπὶ ψαμάθοισι κέχυνται Od. 22.387
, cf. 389; of dead geese, 19.539; of dung, 17.298, Il.23.775; alsoσωρὸν σίτου κεχυμένον Hdt.1.22
.6 [voice] Pass., of living beings, stream in a dense throng, Il.16.267, etc.;δακρυόεντες ἔχυντο Od.10.415
, etc.: of sheep, Il.5.141.7 of persons, ἀμφ' αὐτῷ χυμένη throwing herself around him, 19.284, Od.8.527:—[voice] Med.,ἀμφὶ φίλον υἱὸν ἐχεύατο πήχεε Il.5.314
:—[voice] Pass., of things,ἀμφὶ δὲ δεσμοὶ τεχνήεντες ἔχυντο Od.8.297
.8 [tense] pf. [voice] Pass. κέχυμαι, to be wholly engaged or absorbed in,Δᾶλος, ἐν ᾇ κέχυμαι Pi.I.1.4
; κεχυμένος ἐς τἀφροδίσια, Lat. effusus in Venerem, Luc.Sacr.5;πρὸς ἡδονήν Alciphr.1.6
.III of impalpable things:1 of the voice, φωνήν, αὐδὴν χ., Od.19.521, Hes.Sc. 396, cf. Th.83;ἐπὶ θρῆνον ἔχεαν Pi.I. 8(7).64
;Ἑλλάδος φθόγγον χέουσα A.Th.73
, cf. Supp. 632 (lyr.), Fr.36 (lyr.); of wind instruments,πνεῦμα χέων ἐν αὐλοῖς Simon. 148.8
, cf. APl.4.226 (Alc.):—[voice] Med.,κωμῳδικὰ πολλὰ χέασθαι Ar.V. 1020
(anap.):—but in [voice] Pass., κεχυμένα ᾄσματα non-rhythmical melodies, Aristid.Quint.1.13.2 of things that obscure the sight, κατ' ὀφθαλμῶν χέεν ἀχλύν shed a dark cloud over the eyes, Il.20.321; πολλὴν ἠέρα χεῦε shed a mist abroad, Od.7.15, etc. (soεὔκρατος ἀὴρ χεῖται Pl.Ax. 371d
);τῷ δ' ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε χεύῃ ἐπὶ βλεφάροισιν Il.14.165
, cf. Od.2.395, etc.:— [voice] Pass., ἀμφὶ δέ οἱ θάνατος χύτο was shed around him, Il.13.544; ; (but πάλιν χύτο ἀήρ the mist dissolved or vanished, Od.7.143); ; ἐχεύατο πόντον ἔπι φρίξ ([voice] Med. in pass. sense) Il.7.63.3 [tense] aor. [voice] Pass., ἐχύθη οἱ θυμός his mind overflowed with joy, A.R.3.1009.4 [voice] Pass., to be dissipated, diffused, Plot. 1.4.10;οὐδὲν τοῦ χεῖσθαι δεηθέν Id.6.5.3
; to be rarefied, opp. πιλεῖσθαι, Gal.15.28. (Cf. Skt. juhóti 'pour (sacrificial offerings)', part. hutás (= χυτός), Lat. fundo, Goth. giutan 'pour'.)
См. также в других словарях:
πολύχυτος — ον, ΜΑ 1. ο ικανός να λάβει μεγάλη διάχυση, αυτός που μπορεί να διαχυθεί, να απλωθεί σε μεγάλη έκταση, πολύχους* 2. αυτός που έχει διαχυθεί σε μεγάλη έκταση, που έχει διασπαρεί πολύ, διάσπαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χυτός (< χέω «χύνω»),… … Dictionary of Greek
παντόχυτος — ον, Μ αυτός που χύνεται σε όλα τα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + χυτός (< χέω), πρβλ. πολύ χυτος] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek
υδράργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Hg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 80, ατομικό βάρος 200,61 και 7 σταθερά ραδιενεργά ισότοπα. Ο υ. βρίσκεται στη φύση είτε σε ελεύθερη κατάσταση·… … Dictionary of Greek
έκχυτος — η, ο (AM ἔκχυτος, ον) 1. ο χυμένος έξω, εκτεταμένος, ξαπλωμένος, πολύ απλωμένος, χυτός, διάχυτος 2. φρ. α. «έκχυτος κόμη» πολύ απλωμένα, ξεχυμένα μαλλιά β. «έκχυτος γέλως» υπερβολικό, διάχυτο, άμετρο γέλιο γ. γεωλ. «έκχυτα πετρώματα» κατηγορία… … Dictionary of Greek
χυτοσίδηρος — Λέγεται και μαντέμι. Σιδηρούχο προϊόν που αποτελείται από κράμα σιδήρου άνθρακα, με περιεκτικότητα άνθρακα που κυμαίνεται μεταξύ 1,78 και 6%. Το ποσοστό αυτό του άνθρακα παρέχει στον χ. ιδιότητες που τον ξεχωρίζουν από τον χάλυβα, που και αυτός… … Dictionary of Greek
ĝheu- — ĝheu English meaning: to pour Deutsche Übersetzung: “gießen” Material: O.Ind. juhō ti, juhutē “ pours in fire, sacrifices “, Passiv hūya tē, hutá ḥ “ sacrificed “, hō man n. “Opferguß, sacrifice, oblation” (= Gk. χεῦμα), hō ma… … Proto-Indo-European etymological dictionary