-
1 πολύ-θροος
πολύ-θροος, zsgzgn πολύϑρους, mit vielem Lärm, μάται, Aesch. Suppl. 800; viel sprechend, δέλτου διαπτυχαί, v. l. πολύϑυροι, Eur. I. T. 727; στίχος κυκλίων, Ep. ad. 571 ( App. 109).
-
2 πολύ-φατος
πολύ-φατος, wovon viel geredet od. gesprochen wird, viel gepriesen, berühmt; ἀγῶνες, Pind. P. 11, 47; auch ὕμνος, Ol. 1, 8; ϑρόος, N. 7, 81.
-
3 πολύθροος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύθροος
-
4 πολύθροος
πολύ-θροος, mit vielem Lärm; viel sprechend -
5 πολυθροος
См. также в других словарях:
πολύθρους — ουν και πολύθροος, οον, Α πολυθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θροῦς / θρόος «μουρμούρισμα, θόρυβος» (< θρῶμαι), πρβλ. ποικιλό θρους/ποικιλό θροος] … Dictionary of Greek
μεγαλόθρους — μεγαλόθρους, ουν (Α) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + θρόος (αττ. τ. θροῦς < θρέομαι), πρβλ. αλλό θρους, οιωνό θρους] … Dictionary of Greek
ποικολόθρους — ουν, και οος, οον, Α αυτός που έχει ή παράγει ποικίλο θρόισμα («πτερὰ ποικιλοθρόων οἰωνῶν», Λυρ. Αδέσπ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + θρόος (θροῦς «θόρυβος» (πρβλ. πολύ θρους)] … Dictionary of Greek
πρωτόθρους — ουν, και πρωτόθροος, οον, Μ αυτός που μίλησε για κάτι πρώτος, προφητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + θροος / θρους (< θροῦς < θρέομαι «κραυγάζω, βγάζω φωνή»), πρβλ. πολύ θρους] … Dictionary of Greek