-
1 πολυχρυσος
-
2 πολύχρυσος
πολύχρῡσος, -ον1 rich in gold “ πολυχρύσῳ ποτ' ἐν δώματι” P. 4.53ἐν πολυχρύσῳ Ἀπολλωνίᾳ νάπᾳ P. 6.8
θαλάμῳ δὲ μίγεν ἐν πολυχρύσῳ Λιβύας P. 9.69
πελάγει δ' ἐν πολυχρύσοιο πλούτου (Mitscherlich: - ύσου codd.) fr. 124. 6. τοὺς δ' ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά (sc. εὐφραίνει) fr. 221. 3. -
3 πολύχρυσος
πολύχρῡσος, πολύχρυσοςrich in gold: masc /fem nom sg -
4 πολύχρυσος
η, ο [ος, ον ]1) содержащий большое количество золота; 2) обладающий большим количеством золота; богатый -
5 πολύχρυσος
πολύ-χρῡσος, ον,A rich in gold, of persons, cities, etc.,Μυκήνη Il.11.46
, cf. S.El.9;Ὄλυμπος B.10.4
; δῶμα, of Delphi, Pi.P. 4.53; of Dolon, Il.10.315;Γύγης Archil.25.1
, cf. A.Pers.3 (anap.), etc.: rarely in Prose,π. ἀνήρ X.Cyr.3.2.25
, cf. Ph.2.30, al., Jul.Or.2.93d;φρούριον Plu.Pomp.36
([comp] Sup.); of Croesus, Pittac. ap. D.L.1.81 ([comp] Sup.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύχρυσος
-
6 πολύχρῦσος
πολύ-χρῦσος: rich in gold.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολύχρῦσος
-
7 πολύχρῡσος
πολύ-χρῡσος, goldreich, reich an Gold, an goldenen Gefäßen. Auch Aphrodite heißt so: die Goldgeschmückte; στρατιά, der Perser -
8 πολυχρυσοτάτων
πολυχρῡσοτάτων, πολύχρυσοςrich in gold: fem gen superl plπολυχρῡσοτάτων, πολύχρυσοςrich in gold: masc /neut gen superl pl -
9 πολυχρυσότατον
πολυχρῡσότατον, πολύχρυσοςrich in gold: masc acc superl sgπολυχρῡσότατον, πολύχρυσοςrich in gold: neut nom /voc /acc superl sg -
10 πολύχρυσον
πολύχρῡσον, πολύχρυσοςrich in gold: masc /fem acc sgπολύχρῡσον, πολύχρυσοςrich in gold: neut nom /voc /acc sg -
11 πολύ-χαλκος
πολύ-χαλκος, reich an Erz od. Kupfer; neben πολύχρυσος, von Troja, Il. 18, 289; Σιδών, Od. 15, 425; Δόλων, Il. 10, 315; aber auch οὐρανός, 5, 504 Od. 3, 2, vielleicht weil nach dem ältesten Volksglauben der Himmel ein aus Erz getriebenes Gewölbe war.
-
12 πολυχρυσοτάτω
-
13 πολυχρυσοτάτῳ
-
14 πολυχρύσοιο
πολυχρύ̱σοιο, πολύχρυσοςrich in gold: masc /fem /neut gen sg (epic) -
15 πολυχρύσοις
πολυχρύ̱σοις, πολύχρυσοςrich in gold: masc /fem /neut dat pl -
16 πολυχρύσοισιν
πολυχρύ̱σοισιν, πολύχρυσοςrich in gold: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
17 πολυχρύσου
πολυχρύ̱σου, πολύχρυσοςrich in gold: masc /fem /neut gen sg -
18 πολυχρύσους
πολυχρύ̱σους, πολύχρυσοςrich in gold: masc /fem acc pl -
19 πολυχρύσω
-
20 πολυχρύσῳ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πολύχρυσος — η, ο / πολύχρυσος, ον, ΝΑ 1. (για πρόσ. και τόπους, πόλεις, οικήματα) αυτός που έχει πολύ χρυσό, πολύ πλούτο, βαθύπλουτος (α. «παλάτια πολύχρυσα», Ζερβ. β. «Κροῑσος πολυχρυσότατος», Πιττ. γ. «Μυκήνας τὰς πολυχρύσους ὁρᾱν», Σοφ.) 2. (το θηλ. ως… … Dictionary of Greek
πολύχρυσος — πολύχρῡσος , πολύχρυσος rich in gold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχρυσοτάτων — πολυχρῡσοτάτων , πολύχρυσος rich in gold fem gen superl pl πολυχρῡσοτάτων , πολύχρυσος rich in gold masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχρυσότατον — πολυχρῡσότατον , πολύχρυσος rich in gold masc acc superl sg πολυχρῡσότατον , πολύχρυσος rich in gold neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύχρυσον — πολύχρῡσον , πολύχρυσος rich in gold masc/fem acc sg πολύχρῡσον , πολύχρυσος rich in gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
Μουσείο Κανελλοπούλου — Η συλλογή του Παύλου και της Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου στεγάζεται από το 1976 σε ένα επιβλητικό νεοκλασικό κτίριο του τέλους του 19ου αι. στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης (οδός Θεωρίας & Πανός, Πλάκα). Αυτή η πολύ σημαντική συλλογή έργων τέχνης… … Dictionary of Greek
ԲԱԶՄՈՍԿԻ — ( ) NBH 1 419 Chronological Sequence: 13c πολύχρυσος multum auri habens, aurosus Ուր իցէ ոսկի բազում. ոսկին շատ. ... *Զաշխարհն եսեբոնայ զգրացին հնդկաց զբազմոսկին. Վանակ. յոբ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՅՈԳՆՈՍԿԻ — ( ) NBH 2 0366 Chronological Sequence: 6c ա. πολύχρυσος multum auri habens, auro adfluens. Ունօղ ոսկի շատ. *Բազմարծաթ եւ յոքնոսկի ʼի մէջ շատից էր (Աբրահամ). Փիլ. իմաստն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)