-
21 πολύς
1) bardzo przysł.2) dużo przysł.3) wiele licz. -
22 πολύς
1) hodně2) mnohem3) mnoho4) velmi -
23 πολύς
muchΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πολύς
-
24 πολύς, πολλή, πολύ
+ A 61-107-142-241-271=822 Gn 6,1; 13,6; 15,1.14; 17,5many, numerous Gn 6,1; great, populous Gn 18,18; much Gn 15,14; abundant Prv 6,8; abundant in [ἔν τινι] 1 Sm 2,5; great (of size) Gn 41,29; great, high (of worth, value) Gn 15,1; long (of time) Jb 12,12; long, large, wide (of distance) Jos 9,13; πολύ widely Est 8,12k; greatly, very much, strongly DnTh 6,15; τὸ πολύ much (as adv.) Ex 16,17; πολλοί many Ps 3,2; οἱ πολλοί the majority, most (people) 2 Mc 1,36πολλῷ μᾶλλον much more Sir prol.,14; ἐπὶ πολύ more than once, often Is 55,7; very, much Neh 3,33;μετ’ οὐ πολύ a little after 1 Ezr 3,22; πολὺ νῦν it is enough 2 Sm 24,16ἔτι ἐστὶν ἡμέρα πολλή it is still broad daylight Gn 29,7; ἀετὸς πολὺς ὄνυξιν an eagle with great talons Ez 17,7; ἡ βόμβησις ἡ μεγάλη ἡ πολλὴ αὕτη this very great multitude Bar 2,29; μὴ πολὺς ἴσθι πρὸς ἀλλοτρίαν be not intimate with a strange woman Prv 5,20*DnLXX 11,10 ἐπὶ πολύ for much? corr.? ἐπὶ πόλιν against the town for MT עד־מעזה to the fortified town; *Is 14,11 ἡ πολλή great, much-המון? (multitude) for MT המית sound; *Jer 3,3 πολλούς many-Cf. DORIVAL 1994, 477; JEANSONNE 1988 75-76(Dn 11,10) -
25 πάμ-πολυς
πάμ-πολυς, παμπόλλη, πάμπολυ, sehr viel, sehr groß; ἀναπυϑέσϑαι πάμπολλα, Ar. Pax 694; πάμπολυν γέλων παρασχεϑεῖν, Equ. 320; βοσκήματα, ὄχλος, Plat. Rep. II, 373 d Legg. VII, 819 a; χρόνος, III, 677 e; τύχῃ παμπόλλῃ, I, 640 d, öfter, wie Folgende. Adverbial wird πάμπολυ gebraucht, Plat. Soph. 255 d. – Compar. παμπλείων, Arist. aud. 63; superl. πάμπλειστος, D. Cass. 76, 16; Ael. H. A. 10, 50. – Πάμπολλος ist angeführt Apoll. pron. 374, 6 als fem.; vgl. Luc. Cyn. 1 u. παμπόλλους μυριάδας Ael. V. H. 4, 8.
-
26 σύμ-πολυς
-
27 ὑπέρ-πολυς
ὑπέρ-πολυς, übermäßig viel; Aesch. Pers. 780 (Well. accent. ὑπερπολλούς); Xen. Hell. 3, 2, 26; Dem. 43, 69.
-
28 πολλός
πολῠς, πολλός (πολύς, -ύν, -οί, -ῶν, -οῖς(ι); -ᾷ, -άν, -αί, -ᾶν; πολύ acc., πολλά, -ῶν, -οῖς, -ά: πολλός, -όν: πολέσιν, πολεῖς ? acc.)1 much, many.1 pl. of number ἧ θαύματα πολλά (v. l. θαυματά) O. 1.28ὁ πολλὰ εἰδὼς O. 2.86
πολλοὶ δὲ μέμνανται καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11
ἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν O. 6.79
πολλαὶ δ' ὁδοὶ σὺν θεοῖς εὐπραγίας O. 8.13
πολλοὶ δὲ κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.100
πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10
δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν O. 13.45
ἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.63
πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ P. 1.81
πολλῶν ταμίας ἐσσί P. 1.88
πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί P. 1.88
οἷα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20
“ νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν” ( πόλῖς coni. Lehrs: v. Forssman, 95; Wackernagel, Kl. Schr., 965) P. 4.56πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις P. 4.248
πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις (post ἀείδεται distinxit Boeckh) P. 8.25πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.74
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107
πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους. πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν P. 9.123
—5.ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.23
πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών N. 1.18
πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8
πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται N. 8.20
τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43
εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος N. 9.46
ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν N. 9.54
πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθεν ἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5
ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45
πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει I. 5.46
πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ Παρθ. 2. 31. πολλὰ δ' ἕλκἐ ἔμβαλλε fr. 111. 2. ἐν πολλοῖς ὀνείροις fr. 131b. 3. πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357. add. adj.,πολλά μοι ὠκέα βέλη O. 2.83
πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν P. 2.58
c. gen.,καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον P. 3.36
c. art. παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν these my many shafts O. 13.952 s. of size, great, muchπολὺν ὗσε χρυσόν O. 7.50
βρέχετο πολλᾷ νιφάδι O. 10.51
πολλὰν δ' ὄρει πῦρ ἀίστωσεν ὕλαν P. 3.36
πολὺς εὖτ' ἂν ἐπιβρίσαις ἕπηται (sc. ὄλβος) P. 3.106πολὺς ὄλβος P. 5.14
πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα P. 9.22
οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον καρτακρύψαις ἔχειν N. 1.31
Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον N. 6.33
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺνὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13
“μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.75
πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων Ἐ]λείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.16
of time, “ἧν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (<οὐ> supp. Coraes, om. codd.: παῦρος coni. Schr.) fr. 168. 6.3 adv.a πολλάI oftenἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν O. 6.79
αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6
πολλὰ μὲν πολλὰ δ O. 13.14
—6.πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31
πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8
πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν, πολλὰ δὲ κυίσᾳ N. 11.6
II greatlyκαμόντες πολλὰ θυμῷ O. 2.8
IV τὰ πολλά, for the most part, oftenεἶδον γὰρ τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον P. 2.54
ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται N. 2.2
b πολύ, muchὅ τι γαρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ O. 8.23
πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 1.c πολλᾷ, in many waysὅ τι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ O. 8.23
πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται (Pauw: γὰρ πολλὰ codd.) N. 8.204 fragg. ]πολὺς λο[ Δ. 4. c. 11. ]ν πολλοῖς ἀκοῦσαι Θρ.. 13. ]επολλα[ P. Oxy. 2442, fr. 99. ] πολλαμ[ P. Oxy. 2447, fr. 13. B comp., (πλέονα, πλέον) more <πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (e Σ supp. Er. Schmid: om. codd.) N. 6.26ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.20
εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74
πλέον τι λαχών (sc. Ζεὺς ἢ οἱ ἄλλοι θεοί: num haec sint ipsa verba Pindari, non constat) fr. 35a. C superl., (πλεῖστος, -ων; -α, -αισι; -α acc.)a very many, numerousἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων I. 1.18
πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες fr. 119. 3. pro subs.,πλεῖστα νικάσαντα σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97
b mostὅτι πλείσταισι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.39
ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις O. 11.1
c. art.,τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24
-
29 πολλέων
πολύςmany: fem gen pl (epic ionic)πολύςmany: masc /fem gen pl (epic ionic) -
30 πολλόν
πολύςmany: masc acc sg (ionic)πολύςmany: neut nom /voc /acc sg (ionic) -
31 πουλύ
πολύςmany: masc voc sg (epic)πολύςmany: neut nom /voc /acc sg (epic) -
32 πολλαί
πολύςmany: fem nom /voc pl -
33 πολλοί
πολύςmany: masc nom /voc pl -
34 πολέες
πολύςmany: masc nom /voc pl -
35 πολλούς
πολύςmany: masc acc pl -
36 πολλέ
πολύςmany: masc voc sg (ionic) -
37 πολλή
πολύςmany: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
38 πολλήν
πολύςmany: fem acc sg (attic epic ionic) -
39 πολλός
πολύςmany: masc nom sg (ionic) -
40 πολλότατα
πολύςmany: neut nom /voc /acc superl pl
См. также в других словарях:
πολύς — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύς — many masc nom sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… … Dictionary of Greek
Πολὺς λαός, ὀλίγοι δὲ ἄνθρωποι. — См. Людей нет! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πολλᾶν — πολύς many fem gen pl (doric) πολύς many masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλέων — πολύς many fem gen pl (epic ionic) πολύς many masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλῶν — πολύς many fem gen pl πολύς many masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλόν — πολύς many masc acc sg (ionic) πολύς many neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πουλύ — πολύς many masc voc sg (epic) πολύς many neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλή — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύ — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)