-
1 πολυανδρία
πολυανδρίᾱ, πολυανδρίαpopulousness: fem nom /voc /acc dualπολυανδρίᾱ, πολυανδρίαpopulousness: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————πολυανδρίᾱͅ, πολυανδρίαpopulousness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 πολυανδρίᾳ
Βλ. λ. πολυανδρία -
3 πολυάνδρια
πολυάνδριονof: neut nom /voc /acc plπολυάνδριοςof: neut nom /voc /acc plπολυανδρεῖονcommon burial-place: neut nom /voc /acc pl -
4 πολυανδρία
πολῠανδρ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυανδρία
-
5 πολυανδρίας
πολυανδρίᾱς, πολυανδρίαpopulousness: fem acc plπολυανδρίᾱς, πολυανδρίαpopulousness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 πολυανδρίαν
πολυανδρίᾱν, πολυανδρίαpopulousness: fem acc sg (attic doric aeolic) -
7 χόω
Aχοῦσι Hdt.4.71
; inf.χοῦν Id.2.137
; part.χῶν Id.1.162
: [tense] impf.ἔχουν Th.2.75
, etc.: later [full] χώννυμι, [suff] χορῳδ-ύω (qq. v.): [tense] fut.χώσω S.Ant.81
, etc.: [tense] aor.ἔχωσα Hdt.2.140
, PTeb.799.16 (ii B. C.), etc. (Cret.[ per.] 3pl. ([place name] Istron)): [tense] pf. κέχωκα ([etym.] ἀνα-) D.55.28:—[voice] Med., [tense] aor.ἐχωσάμην Luc.DDeor. 14.2
, Philostr.VA4.10:—[voice] Pass., [tense] fut.χωσθήσομαι E.IA 1442
, ([etym.] ἐγ-) Plb.4.40.4: [tense] aor. ἐχώσθην (v. infr.); also ἐχώθην ([etym.] συν-) IG4.823.30 (Troezen, iv B. C.): [tense] pf.κέχωσμαι Pl.Com.183
, Th.2.102, ([etym.] ἐκ-, συγ-) Hdt.2.138, 8.144:— throw or heap up, of earth,χοῦσι χῶμα μέγα Id.4.71
;χώματα χοῦν Id.2.137
, Pl.Lg. 958e; χώματα χῶν πρὸς τὰ τείχεα throwing up banks against.., Hdt.1.162;χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν Th.2.75
; νῆσον χώσας σποδῷ having formed an island with heaped up ashes, Hdt.2.140; esp. of a sepulchral mound,χῶσαι τάφον Id.9.85
, S.Ant.81; τύμβον ib. 1204, E.IT 702, IA 1442 ([voice] Pass.);μνῆμα X.Cyr.7.3.11
; πολυάνδρια (cf.- άνδριος 11.2
), Plu.Eum.9.2 block up by throwing earth in,λιμένας D.25.84
, cf. Aeschin.3.109 (s. v.l.);χ. φορμοῖς τὰς τάφρους Plb.1.19.13
:—[voice] Pass., to be filled with earth, esp. of bays in the sea, to be silted up,πορθμοῦ χωσθέντος Emp.100.17
; τί μιν (sc. τὸν κόλπον)κωλύει.. χωσθῆναι; Hdt.2.11
; but of cities, to be raised on mounds, ib. 137.3 less freq., cover with earth, bury,χῶσαί τινα τάφῳ E.Or. 1585
, cf. Pl.Lg. 947e, IG5(1).1249.17 ([place name] Laconia), cf. χώννυμι fin.4 [ὁ τρωγλοδύτης] ταριχεύεται καλῶς.. χωσθεὶς εἰς ἅλας covered over with salt, Aët.11.11.
См. также в других словарях:
πολυανδρία — πολυανδρίᾱ , πολυανδρία populousness fem nom/voc/acc dual πολυανδρίᾱ , πολυανδρία populousness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυανδρίᾳ — πολυανδρίᾱͅ , πολυανδρία populousness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυανδρία — η, ΝΑ πολυανθρωπία («ἡ πολυανδρία τοῦ Ἰταλικοῡ γένους», Αππ.) νεοελλ. 1. η ύπαρξη σε μια χώρα περισσότερων ανδρών σε σύγκριση με τις γυναίκες 2. εθνολ. το να λαμβάνει μία γυναίκα περισσότερους από έναν νόμιμους συζύγους 3. βοτ. η ύπαρξη πολλών… … Dictionary of Greek
πολυανδρία — η 1. η ύπαρξη περισσότερων αντρών: Σε πολλούς λαούς παρατηρείται πολυανδρία. 2. θεσμός κατά τον οποίο μια γυναίκα μπορεί να έχει πολλούς άντρες. 3. (βοτ.), το να υπάρχουν πολλοί στήμονες σε ένα άνθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυάνδρια — πολυάνδριον of neut nom/voc/acc pl πολυάνδριος of neut nom/voc/acc pl πολυανδρεῖον common burial place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυανδρίας — πολυανδρίᾱς , πολυανδρία populousness fem acc pl πολυανδρίᾱς , πολυανδρία populousness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυανδρίαν — πολυανδρίᾱν , πολυανδρία populousness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγαμία — Γάμος ενός άνδρα με πολλές γυναίκες (πολυγυνία) ή μιας γυναίκας με πολλούς άνδρες (πολυανδρία). * * * η, ΝΑ [πολύγαμος] 1. σύναψη γάμου ενός άνδρα με περισσότερες από μία συζύγους, πολυγυνία 2. το να παντρεύεται κανείς πολλές φορές νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
гробище — ГРОБИЩ|Е (9), А с. Погребальная пещера, гробница: и обѣчерисѩ въниде въ гробища идольска˫а спать. и бѣша тѹ кости идольска˫а ветхы. и въземъ ѥдинѹ положи подъ главою си. ПрЛ XIII, 92г; ѹноша… зѣло много зла створь. и лютѣ съгрѣшивъ гробища крадъ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Δραβίδες — Σύνολο προάριων πληθυσμών, που σήμερα κατοικούν στη νότια Ινδία και υπερβαίνουν τα διακόσια εκατομμύρια. Η ονομασία δόθηκε από τους Ινδοϊρανούς εισβολείς (Αρίους) στον λαό στην ανατολική παράκτια περιοχή του Ντεκάν και αργότερα επεκτάθηκε σε… … Dictionary of Greek
πολυάνδριος — ον, Α [πολύανδρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυανδρία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυάνδριον α) τόπος όπου συγκεντρώνονται πολλοί άνδρες β) νεκροταφείο πολλών ανδρών 3. φρ. α) «πολυάνδριον κακόν» η πορνεία β) «πολυάνδριος τάφος»… … Dictionary of Greek