Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πολυάνδρια

См. также в других словарях:

  • πολυανδρία — πολυανδρίᾱ , πολυανδρία populousness fem nom/voc/acc dual πολυανδρίᾱ , πολυανδρία populousness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυανδρίᾳ — πολυανδρίᾱͅ , πολυανδρία populousness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυανδρία — η, ΝΑ πολυανθρωπία («ἡ πολυανδρία τοῦ Ἰταλικοῡ γένους», Αππ.) νεοελλ. 1. η ύπαρξη σε μια χώρα περισσότερων ανδρών σε σύγκριση με τις γυναίκες 2. εθνολ. το να λαμβάνει μία γυναίκα περισσότερους από έναν νόμιμους συζύγους 3. βοτ. η ύπαρξη πολλών… …   Dictionary of Greek

  • πολυανδρία — η 1. η ύπαρξη περισσότερων αντρών: Σε πολλούς λαούς παρατηρείται πολυανδρία. 2. θεσμός κατά τον οποίο μια γυναίκα μπορεί να έχει πολλούς άντρες. 3. (βοτ.), το να υπάρχουν πολλοί στήμονες σε ένα άνθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυάνδρια — πολυάνδριον of neut nom/voc/acc pl πολυάνδριος of neut nom/voc/acc pl πολυανδρεῖον common burial place neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυανδρίας — πολυανδρίᾱς , πολυανδρία populousness fem acc pl πολυανδρίᾱς , πολυανδρία populousness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυανδρίαν — πολυανδρίᾱν , πολυανδρία populousness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγαμία — Γάμος ενός άνδρα με πολλές γυναίκες (πολυγυνία) ή μιας γυναίκας με πολλούς άνδρες (πολυανδρία). * * * η, ΝΑ [πολύγαμος] 1. σύναψη γάμου ενός άνδρα με περισσότερες από μία συζύγους, πολυγυνία 2. το να παντρεύεται κανείς πολλές φορές νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • гробище — ГРОБИЩ|Е (9), А с. Погребальная пещера, гробница: и обѣчерисѩ въниде въ гробища идольска˫а спать. и бѣша тѹ кости идольска˫а ветхы. и въземъ ѥдинѹ положи подъ главою си. ПрЛ XIII, 92г; ѹноша… зѣло много зла створь. и лютѣ съгрѣшивъ гробища крадъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Δραβίδες — Σύνολο προάριων πληθυσμών, που σήμερα κατοικούν στη νότια Ινδία και υπερβαίνουν τα διακόσια εκατομμύρια. Η ονομασία δόθηκε από τους Ινδοϊρανούς εισβολείς (Αρίους) στον λαό στην ανατολική παράκτια περιοχή του Ντεκάν και αργότερα επεκτάθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • πολυάνδριος — ον, Α [πολύανδρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυανδρία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυάνδριον α) τόπος όπου συγκεντρώνονται πολλοί άνδρες β) νεκροταφείο πολλών ανδρών 3. φρ. α) «πολυάνδριον κακόν» η πορνεία β) «πολυάνδριος τάφος»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»