Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πολτάριος

См. также в других словарях:

  • πολτάριος — ὁ, Α χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pultarius «χύτρα» < λατ. puls, pultis «πολτός», το οποίο δανείστηκε η Λατινική από την Ελληνική πιθ. μέσω τής Ετρουσκικής] …   Dictionary of Greek

  • πολταρίου — πολτάριον little porridge neut gen sg πολτᾱρίου , πολτάριος pultarius masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολταρίῳ — πολτάριον little porridge neut dat sg πολτᾱρίῳ , πολτάριος pultarius masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολτάριον — little porridge neut nom/voc/acc sg πολτά̱ριον , πολτάριος pultarius masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»