Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πάλη

См. также в других словарях:

  • παλή — the finest meal fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… …   Dictionary of Greek

  • πάλη — η 1. αγώνισμα όπου ο καθένας από τους δύο παλαιστές προσπαθεί να ρίξει κάτω τον αντίπαλό του. 2. αγώνας μεταξύ παρατάξεων ή ομάδων ανθρώπων: Πάλη των τάξεων. 3. γενικά αγώνας για την αντιμετώπιση δυσκολιών: Η ζωή του αγρότη είναι μια συνεχής πάλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλῇ — πάλλω poise fut ind mid 2nd sg παλέω to be disabled pres subj mp 2nd sg παλέω to be disabled pres ind mp 2nd sg παλέω to be disabled pres subj act 3rd sg παλή the finest meal fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλη — πάλα nugget fem nom/voc sg (attic epic ionic) πάλη wrestling fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) παλέω to be disabled pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) παλέω to be disabled imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλῃ — πάλα nugget fem dat sg (attic epic ionic) πάλη wrestling fem dat sg (attic epic doric ionic) πάλλω poise aor subj mp 2nd sg πάλλω poise aor subj act 3rd sg πά̱λῃ , πάλλω poise aor subj mid 2nd sg (doric) πά̱λῃ , πάλλω poise aor subj act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάλη των τάξεων — Δεκαπενθήμερη, και για ένα διάστημα εβδομαδιαία, εφημερίδα, που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1930, όργανο των Αρχειομαρξιστών …   Dictionary of Greek

  • πάληι — πάλῃ , πάλα nugget fem dat sg (attic epic ionic) πάλῃ , πάλη wrestling fem dat sg (attic epic doric ionic) πάλῃ , πάλλω poise aor subj mp 2nd sg πάλῃ , πάλλω poise aor subj act 3rd sg πά̱λῃ , πάλλω poise aor subj mid 2nd sg (doric) πά̱λῃ , πάλλω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Борьба —    • Πάλη,          παλαισμοσύνη, см. Gymnasium, Гимнасий …   Реальный словарь классических древностей

  • παλαί — παλή the finest meal fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»