Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πολλαπλασίᾳ

См. также в других словарях:

  • πολλαπλασία — πολλαπλασίᾱ , πολλαπλάσιος many fem nom/voc/acc dual πολλαπλασίᾱ , πολλαπλάσιος many fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασίᾳ — πολλαπλασίᾱͅ , πολλαπλάσιος many fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλάσια — πολλαπλάσιος many neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιάσας — πολλαπλασιά̱σᾱς , πολλαπλασιάζω multiply fut part act fem acc pl (doric) πολλαπλασιά̱σᾱς , πολλαπλασιάζω multiply fut part act fem gen sg (doric) πολλαπλασιάσᾱς , πολλαπλασιάζω multiply aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασίας — πολλαπλασίᾱς , πολλαπλάσιος many fem acc pl πολλαπλασίᾱς , πολλαπλάσιος many fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιάσαι — πολλαπλασιά̱σᾱͅ , πολλαπλασιάζω multiply fut part act fem dat sg (doric) πολλαπλασιάζω multiply aor inf act πολλαπλασιάσαῑ , πολλαπλασιάζω multiply aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασίαν — πολλαπλασίᾱν , πολλαπλάσιος many fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόσκινο του Ερατοσθένη — (Μαθημ.). Ο αλγόριθμος που επινόησε ο αλεξανδρινός μαθηματικός Ερατοσθένης (275 195 π.Χ.) για την εύρεση όλων των πρώτων αριθμών (αριθμοί που διαιρούνται ακριβώς μόνο από τον εαυτό τους και τη μονάδα) από το 1 έως το n (όπου n οποιοσδήποτε… …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλάσιος — α, ο / πολλαπλάσιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, ιων. τ. πολλαπλήσιος, ίη, ον, Α 1. ο πολλές φορές μεγαλύτερος ή ο πολλές φορές περισσότερος από άλλον 2. το ουδ. ως ουσ. το πολλαπλάσιο(ν) ο αριθμός που μπορεί να προκύψει από άλλον με πολλαπλασιασμό …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο με μάζα ηρεμίας m0 = 9,109 · 10 28 γραμμάρια, ίση προς 1/1.840 της μάζας του πρωτονίου, και του οποίου το φορτίο ισούται με 1,6 · 10 19 κουλόμπ. Αυτό το φορτίο μπορεί να είναι αρνητικό ή θετικό. Η ονομασία η. αναφέρεται συχνά… …   Dictionary of Greek

  • κνιδόζωα — Φύλο υδρόβιων μεταζώων, σχεδόν αποκλειστικών θαλάσσιων, με ακτινωτή συμμετρία, τα οποία είτε ζουν μόνα τους είτε είναι οργανωμένα σε αποικίες, στην επιφάνεια της θάλασσας ή προσκολλημένα στο έδαφος. Από εξελικτική άποψη, τα κ. βρίσκονται σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»