-
1 ἐπηετανός
ἐπ-ηετανός, das ganze Jahr (ἔτος) dauernd; βίος ἐπηετανός, Bdtg des Ausreichenden, Reichlichen. Adv. ἐπηετανόν, das ganze Jahr hindurch; übh. reichlich -
2 κομιδή
κομιδή, ἡ (s. κομίζω), 1) Sorge, Wartung, Pflege; οὐ σφῶϊν κομιδὴ παρὰ Νέστορι ἔσσεται, zu Pferden gesagt, ihr werdet nicht gepflegt werden (s. κομέω). Il. 23, 411, wie νῦν μοι τὴν κομιδὴν ἀποτίνετον 8, 186; κομιδῆς κεχρημένοι ἄνδρες ἀλῆται Od. 14, 124, vgl. 8, 453; auch von der Bestellung des Gartens u. der Gartengewächse, 24, 245. 247; ἐπρίατο ϑανάτοιο κομιδὰν πατρός, er erkaufte mit seinem Tode die Erhaltung des Vaters, Pind. P. 6, 39; Sp.; τεκέων, von den Delphinen gesagt, Opp. Cyn. 3, 113. – S. auch κομιδῇ. – 2) Zufuhr, herbeigeschaffter Vorrath von Lebensmitteln; ἐπεὶ οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα ἦεν ἐπηετανός Od. 8, 232. – Das Herbeischaffen, Einführen, bes. von Lebensmitteln; ὅϑεν ῥᾴδιαι αἱ κομιδαὶ ἐκ τῆς φιλίας ὧν προςδεῖ Thuc. 6, 21, wie Isocr. 11, 14; καρπῶν, das Einbringen der Feldfrüchte, Xen. Cyr. 5, 4, 24; Pol. 5, 95, 5. – 3) der Rückzug, Her. 4, 134. – Das Wiedererlangen, z. B. des Geliehenen, Arist. Oec. 2, 29, wie Eth. 9, 7.
-
3 βίος
βίος, ὁ, das Leben; eigentlich Nebenform von βία, die Lebenskraft, die Stärke; vgl. ζάλος ζάλη, κύμβος κύμβη, πέτρος πέτρα, πλάνος πλάνη, πύλος πύλη, ὕδρος ὕδρα, χλόος χλόα, χνόος χνόη, χρόος χρόα, χύτρος χύτρα; αἶϑρος αἴϑρα, κοῖτος κοίτη, οἶμος οἴμη; χῶρος χώρα; σφαῖρος σφαῖρα; δραγμός δραγμή, δεσμός δεσμή oder δέσμη; ἄνδραχνος ἀνδράχνη, ἕσπερος ἑσπέρα, ϑάλαμος ϑαλάμη, κάλαμος καλάμη, στέφανος στεφάνη, χάραδρος χαράδρα. Bei Hom. βίος dreimal: Odyss. 15, 491 ἀνδρὸς δώματ' ἀφίκεο ἠπίου, ὃς δή τοι παρέχει βρῶσίν τε πόσιν τε ἐνδυκέως, ζώεις δ' ἀγαϑὸν βίον; 18, 254. 19, 127 εἰ κεῖνός γ' ἐλϑὼν τὸν ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύοι, μεῖζόν κε κλέος εἴη ἐμὸν καὶ κάλλιον οὕτως. Bei den Folgenden: 1) das Leben, von Pind. an, bei Tragg., u. in Prosa überall. Nach den Gramm. von ζωή, dem bloßen Existiren eines Geschöpfes, so unterschieden, daß es nur das Leben vernünftiger Wesen bezeichnet; doch sagt Xen. Mem. 3, 11, 6 βίος φαλάγγων; Nicarch. 17 (XI, 397) ἡμιόνων; – Lebenszeit, Lebensdauer, im Ggstz von ϑάνατος; sehr gew. βίον ζῆν, διάγειν, διατελεῖν, διατρίβειν, διεξάγειν, διέρχεσϑαι; Ggstz τελευτᾶν; s. auch ἀποῤῥηγνύναι, ἀποψύχειν, ἐκλείπειν, ἐκπλῆσαι, καταστρέφειν, μεταλλάττειν; – ἐπὶ τοῠ σοῠ βίου, bei deinen Lebzeiten, Plat. Phaedr. 242 a; pleon. ζωῆς βίος Epinom. 982 a; Plut. Consol. Apoll. p. 350. – 2) das Leben u. Wirken, Lebensart, Lebenswandel, VLL. ἐπιτήδευμα; vgl. B. A. 30, der β. ϑαλάττιος, ῥητορικός aufführt; Arist Eth. Nic. 1, 5 βίος ἀπολαυστικός, πολιτικός, ϑεωρητικός; vgl. Plat. Legg. V, 733 d u. sonst; Gewerbe, D. Hal. 2, 28. – 3) Lebensunterhalt, ἐπηετανός Hes. O. 31; βίον ἔχειν 42; βίον καὶ πλοῠτον κτᾶσϑαι Eur. Suppl. 450; ἀπ' ἔργων ἀνοσίων Her. 8, 106; ἑτέρωϑεν Aeschin. 1, 195; βίον πορίζειν τινί Ar. Vesp. 706; ὁπόϑεν βίον ἕξει Plut. 534; βίον ποιεῖσϑαι ἐντεῦϑεν Thuc. 1, 5, davon leben; ἀπὸ γεωργίας Xen. Oec. 6, 11; ἀπὸ ϑαλάσσης ἔχειν Plut. Symp. 8, 8, 2; βίον συλλέγεσϑαι ἀπό τινος Plat. Legg. XI, 936 b; ἀγείρειν Theocr. 14, 40; ὁ βίος αὐτοῖς ἀπὸ τῆς ϑαλάττης Xen. Hell. 7, 1, 2; von Thieren, Mem. 3, 11, 6. – 4) bei Arist. u. bes. Sp., wie Luc. Tim. 4, 25 Hel. 1, 6, die Lebenden, die Welt; Gramm. ἐν u. παρὰ τῷ βίῳ, im gewöhnlichen Leben, vgl. B. A. 113, 25 καϑ' οὗ ὁ βίος τάσσει, der gew. Sprachgebrauch. – 5) Wohnort, βίους ἱδρύσαντο Dion. Hal. 1, 68. – 6) Lebensbeschreibung, Plut.
-
4 ἐπ-ητανός
-
5 ἐπ-ηετανός
ἐπ-ηετανός, Hes. O. 515 auch 3. End., ἐπηετα-ναὶ τρίχες, πλατάνιστοι ἐπηεταναί Theocr. 25, 20; das ganze Jahr (ἔτος) dauernd; αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα ϑῆσϑαι, wie πλυνοί, ἀρδμοί, Od. 6, 86. 13, 247, u. σῖτος, 18, 360; βίος ἐπηετανός Hes. O. 31, wo es in die Bdtg des Ausreichenden, Reichlichen übergeht, vgl. 605 u. Od. 10, 427, wie Pind. N. 6, 10; κομιδή Od. 8, 233. – Adv. ἐπηετανόν, das ganze Jahr hindurch, Od. 7, 128; übh. reichlich, 7, 99; κομέειν Ap. Rh. 2, 1178. Vgl. ἐπέτειος u. ἐπετήσιος [Hes. O. 605 u. H. h. Merc. 113 per synizesin 4sylbig].
См. также в других словарях:
ἐπηετανός — abundant masc nom sg ἐπηετανός abundant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επηετανός — ἐπηετανός, όν και ός, ή, όν (Α) 1. αυτός που διαρκεί έναν χρόνο 2. πλούσιος, αρκετός («σῑτον ἐπηετανὸν παρέχοιμι», Ομ. Οδ.) 3. (για δέντρο) δασύφυλλος, με πλούσιο φύλλωμα 4. (το ουδ. ως επίρρ.) επηετανόν άφθονα, πλουσιοπάροχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επ(ί) … Dictionary of Greek
ἐπηετανά — ἐπηετανός abundant neut nom/voc/acc pl ἐπηετανά̱ , ἐπηετανός abundant fem nom/voc/acc dual ἐπηετανά̱ , ἐπηετανός abundant fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐπηετανός abundant neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηετανόν — ἐπηετανός abundant masc acc sg ἐπηετανός abundant neut nom/voc/acc sg ἐπηετανός abundant masc/fem acc sg ἐπηετανός abundant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηετανῶν — ἐπηετανός abundant fem gen pl ἐπηετανός abundant masc/neut gen pl ἐπηετανός abundant masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηετανοῖο — ἐπηετανός abundant masc/neut gen sg (epic) ἐπηετανός abundant masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηετανοί — ἐπηετανός abundant masc nom/voc pl ἐπηετανός abundant masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηετανοῦ — ἐπηετανός abundant masc/neut gen sg ἐπηετανός abundant masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηετανούς — ἐπηετανός abundant masc acc pl ἐπηετανός abundant masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηεταναί — ἐπηετανός abundant fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έταλον — ἔταλον, τὸ (Α) ετήσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγ. τού έτος*. Παράλληλος τύπος έτελον, εν αντιθέσει προς το τέλειον «ενήλικο ζώο». Για τη μεταβολή τού θ. έτος, έταλον / έτελον, πρβλ. νέφος, νεφέλη, άγκος, αγκάλη. Με μεταβολή λ:ν το θ. εμφανίζεται στο αρχ.… … Dictionary of Greek