Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐπηετανός

См. также в других словарях:

  • ἐπηετανός — abundant masc nom sg ἐπηετανός abundant masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επηετανός — ἐπηετανός, όν και ός, ή, όν (Α) 1. αυτός που διαρκεί έναν χρόνο 2. πλούσιος, αρκετός («σῑτον ἐπηετανὸν παρέχοιμι», Ομ. Οδ.) 3. (για δέντρο) δασύφυλλος, με πλούσιο φύλλωμα 4. (το ουδ. ως επίρρ.) επηετανόν άφθονα, πλουσιοπάροχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επ(ί) …   Dictionary of Greek

  • ἐπηετανά — ἐπηετανός abundant neut nom/voc/acc pl ἐπηετανά̱ , ἐπηετανός abundant fem nom/voc/acc dual ἐπηετανά̱ , ἐπηετανός abundant fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐπηετανός abundant neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηετανόν — ἐπηετανός abundant masc acc sg ἐπηετανός abundant neut nom/voc/acc sg ἐπηετανός abundant masc/fem acc sg ἐπηετανός abundant neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηετανῶν — ἐπηετανός abundant fem gen pl ἐπηετανός abundant masc/neut gen pl ἐπηετανός abundant masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηετανοῖο — ἐπηετανός abundant masc/neut gen sg (epic) ἐπηετανός abundant masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηετανοί — ἐπηετανός abundant masc nom/voc pl ἐπηετανός abundant masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηετανοῦ — ἐπηετανός abundant masc/neut gen sg ἐπηετανός abundant masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηετανούς — ἐπηετανός abundant masc acc pl ἐπηετανός abundant masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηεταναί — ἐπηετανός abundant fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έταλον — ἔταλον, τὸ (Α) ετήσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγ. τού έτος*. Παράλληλος τύπος έτελον, εν αντιθέσει προς το τέλειον «ενήλικο ζώο». Για τη μεταβολή τού θ. έτος, έταλον / έτελον, πρβλ. νέφος, νεφέλη, άγκος, αγκάλη. Με μεταβολή λ:ν το θ. εμφανίζεται στο αρχ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»