-
41 γελωτο-ποιΐα
γελωτο-ποιΐα, ἡ, Spaßmacherei, Xen. Conv. 4, 50 u. Sp.
-
42 καινο-ποιΐα
καινο-ποιΐα, ἡ, Neuerung, Aenderung, τοιαύτης περὶ τὰς δυναστείας καινοποιΐας οὔσης Pol. 4, 2, 10.
-
43 κακο-ποιΐα
κακο-ποιΐα, ἡ, das Schlechtmachen, Verderben, Isocr. 1, 26, im plur., u. Sp.
-
44 γαμο-ποιΐα
γαμο-ποιΐα, ἡ, das Heirathsausrichten, Ath. V, 180 c.
-
45 κανονο-ποιΐα
κανονο-ποιΐα, ἡ, dass., Theon. ad Ptol.
-
46 κηπο-ποιΐα
κηπο-ποιΐα, ἡ, Anlegung eines Gartens, Geop.
-
47 κοσμο-ποιΐα
κοσμο-ποιΐα, ἡ, die Weltschöpfung, Arist. Hetaph. 1, 4 u. öfter, u. Sp. Ein Buch des Empedocles mit diesem Titel erwähnt Arist. phys. 2, 4.
-
48 γλωττο-ποιΐα
γλωττο-ποιΐα, ἡ, das Verfertigen von Flötenmundstücken, Poll. 7, 153.
-
49 γονο-ποιΐα
γονο-ποιΐα, ἡ, Befruchtung, Sp.
-
50 εὐ-ποιΐα
-
51 εἰδωλο-ποιΐα
εἰδωλο-ποιΐα, ἡ, Abbildung, Bild; τῶν κατόπτρων Plat. Tim. 46 a; τῶν γραφέων Critia. 107 c; Sp. – Bei den Rhetoren das Einführen eines Todten, den man sprechen läßt, Hermogen. progymn. 9.
-
52 εἰδο-ποιΐα
εἰδο-ποιΐα, ἡ, Darstellung, Abbildung; Strab. 1, 1, 18; Longin. 18.
-
53 δρᾱματο-ποιΐα
δρᾱματο-ποιΐα, ἡ, Verfertgung eines Drama, Philo.
-
54 μετρο-ποιΐα
μετρο-ποιΐα, ἡ, das Machen des Versmaaßes, Versmaaß; Schol. Il. 2, 546; Schol. Ar. Ach. 299.
-
55 μετα-πορο-ποιΐα
μετα-πορο-ποιΐα, ἡ, das Abführen der verdorbenen Säfte aus dem Innern durch die Poren, eigtl. Umgestaltung der Poren, Medic.
-
56 νεωτερο-ποιΐα
νεωτερο-ποιΐα, ἡ, das Neuerungen Machen, die Neuerungssucht, Thuc. 1, 120 u. Sp.
-
57 νεοσσο-ποιΐα
νεοσσο-ποιΐα, ἡ, att. νεοττοπ., das Risten, = νεοττία, Sp.
-
58 βελο-ποιΐα
βελο-ποιΐα, ἡ, das Pfeilmachen, Poll. 7, 156.
-
59 μελο-ποιΐα
μελο-ποιΐα, ἡ, das Verfertigen von Liedern u. Tonweisen dazu, das Tonsetzen, im Ggstz der Ausübung, παιδεία, Plat. Conv. 187 d, vgl. Rep. III, 404 d; Sp., wie Luc. Nero 6.
-
60 δευσο-ποιΐα
δευσο-ποιΐα, ἡ, Färberei, Poll. 1, 49.
См. также в других словарях:
ποιίας — ποιίᾱς , ποιία pour a libation fem acc pl ποιίᾱς , ποιία pour a libation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιίαν — ποιίᾱν , ποιία pour a libation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατροποιία — θυγατροποιΐα, ἡ (Α) υιοθεσία θυγατέρων, το να παίρνει και να ανατρέφει κανείς κάποιαν ή κάποιες ως θετές θυγατέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + ποιία < ποιός < ποιώ), πρβλ. οδο ποιία, τεκνο ποιία] … Dictionary of Greek
ιματιοποιία — ἱματιοποιΐα, ἡ (Α) κατασκευή υφασμάτων και ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + ποιΐα (< ποιός < ποιώ), πρβλ. ζυθο ποιία, ποτο ποιία] … Dictionary of Greek
καλυβοποιία — καλυβοποιΐα, ἡ (Α) η κατασκευή καλυβών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλύβη + ποιΐα (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. αρτο ποιία, ιστο ποιία] … Dictionary of Greek
κανονοποιία — κανονοποιΐα, ἡ (Α) η κανονογραφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, όνος + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. αγαλματο ποιία, δραματο ποιία] … Dictionary of Greek
καταστιχοποιία — η η κατασκευή ή η τέχνη τής κατασκευής καταστίχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάστιχο + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. πιλο ποιία, σαπωνο ποιία. Η λ. μαρτυρειται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
κατοπτροποιία — η η κατασκευή κατόπτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτοπτρον + ποιία (< ποιός < ποιώ), πρβλ. επιπλο ποιία, ζυθο ποιία. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κηποποιία — κηποποΐα, ἡ (Μ) η δημιουργία κήπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + ποιΐα (< ποιος < ποιῶ «δημιουργώ, εκτελώ»), πρβλ. επο ποιία, ηθο ποιία] … Dictionary of Greek
κτενοποιία — η η κατασκευή χτενιών, η τέχνη τού κτενοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτεν (< κτείς, κτενός) + συνδετικό φωνήεν ο + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. ζαχαρο ποιία, ποτο ποιία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ζευγοποίηση — και ζευγοποιία, η (Α ζευγοποιΐα) νεοελλ. η κατάταξη σε ζεύγη, ο σχηματισμός ζεύγους, το ζευγάρωμα αρχ. (για αυλούς) η κατασκευή επιστομίων για διπλό αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + ποίηση ή ποιία (< ποιώ), πρβλ. γονιμο ποίηση, γεφυρο ποιία] … Dictionary of Greek