-
81 ἀσπιδο-ποιΐα
ἀσπιδο-ποιΐα, ἡ, Schildverfertigung, Sp.
-
82 ὀψο-ποιΐα
-
83 ἀγαλματο-ποιΐα
ἀγαλματο-ποιΐα, ἡ, dasselbe, Poll. 7, 108.
-
84 ἀγαθο-ποιΐα
ἀγαθο-ποιΐα, ἡ, das Rechthandeln, 1 Petr. 4, 19.
-
85 ἀνδριαντο-ποιΐα
ἀνδριαντο-ποιΐα, = vor., Plat. Gorg. 450 c; Xen. Mem. 1, 4, 3.
-
86 ἀνθρωπο-ποιΐα
ἀνθρωπο-ποιΐα, ἡ, das Menschenschaffen, Luc. Prom. 5. 17.
-
87 ὀνοματο-ποιΐα
ὀνοματο-ποιΐα, ἡ, das Wortbilden, bes. nach dem Naturlaut; Plut. Symp. 9, 15, 2; Gramm.
-
88 ἀλφιτο-ποιΐα
ἀλφιτο-ποιΐα, ἡ, Gerstenmehlbereitung, Xen. Mem. 2, 7, 6. Von - ποιός, Sp.
-
89 ἀῤ-ῥητο-ποιΐα
ἀῤ-ῥητο-ποιΐα, ἡ, schändliche Handlungsweise, Sp.
-
90 ὁπλο-ποιΐα
ὁπλο-ποιΐα, ἡ, das Verfertigen von Waffen u. Rüstungen, D. Sic. u. a. Sp. Bes. heißt so das 18. Buch der Iliade, in welchem Hephästus für den Achilleus Waffen verfertigt, Gramm.
-
91 ὁδο-ποιΐα
ὁδο-ποιΐα, ἡ, = ὁδοποίησις; Xen. Cyr. 6, 2, 36; Plut. C. Graech. 7.
-
92 ἐπο-ποιΐα
-
93 ἐξ-ωμιδο-ποιΐα
ἐξ-ωμιδο-ποιΐα, ἡ, das Verfertigen der ἐξωμίς, Xen. Mem. 2, 7, 5.
-
94 ἐλαιο-ποιΐα
ἐλαιο-ποιΐα, ἡ, Oelbereitung, Poll. 7, 148.
-
95 ἱστο-ποιΐα
ἱστο-ποιΐα, ἡ, das Anfertigen eines Gewebes, Schol. Nic. Ther. 11.
-
96 ἶερο-ποιΐα
ἶερο-ποιΐα, ἡ, das Opferbesorgen, Opfern, Ios.
-
97 ἱδρωτο-ποιΐα
ἱδρωτο-ποιΐα, ἡ, das Schweißtreiben, Schwitzen, Arist. probl. 2, 42.
-
98 ῥυθμο-ποιΐα
ῥυθμο-ποιΐα, ἡ, das Machen, Verfertigen des Zeitmaaßes, Taktes, Plut. de music. 12 u. öfter, wie S. Emp. adv. mus. 1.
-
99 ἠθο-ποιΐα
-
100 ποιίας
ποιίᾱς, ποιίαpour a libation: fem acc plποιίᾱς, ποιίαpour a libation: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ποιίας — ποιίᾱς , ποιία pour a libation fem acc pl ποιίᾱς , ποιία pour a libation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιίαν — ποιίᾱν , ποιία pour a libation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατροποιία — θυγατροποιΐα, ἡ (Α) υιοθεσία θυγατέρων, το να παίρνει και να ανατρέφει κανείς κάποιαν ή κάποιες ως θετές θυγατέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + ποιία < ποιός < ποιώ), πρβλ. οδο ποιία, τεκνο ποιία] … Dictionary of Greek
ιματιοποιία — ἱματιοποιΐα, ἡ (Α) κατασκευή υφασμάτων και ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + ποιΐα (< ποιός < ποιώ), πρβλ. ζυθο ποιία, ποτο ποιία] … Dictionary of Greek
καλυβοποιία — καλυβοποιΐα, ἡ (Α) η κατασκευή καλυβών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλύβη + ποιΐα (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. αρτο ποιία, ιστο ποιία] … Dictionary of Greek
κανονοποιία — κανονοποιΐα, ἡ (Α) η κανονογραφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, όνος + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. αγαλματο ποιία, δραματο ποιία] … Dictionary of Greek
καταστιχοποιία — η η κατασκευή ή η τέχνη τής κατασκευής καταστίχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάστιχο + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. πιλο ποιία, σαπωνο ποιία. Η λ. μαρτυρειται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
κατοπτροποιία — η η κατασκευή κατόπτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτοπτρον + ποιία (< ποιός < ποιώ), πρβλ. επιπλο ποιία, ζυθο ποιία. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κηποποιία — κηποποΐα, ἡ (Μ) η δημιουργία κήπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + ποιΐα (< ποιος < ποιῶ «δημιουργώ, εκτελώ»), πρβλ. επο ποιία, ηθο ποιία] … Dictionary of Greek
κτενοποιία — η η κατασκευή χτενιών, η τέχνη τού κτενοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτεν (< κτείς, κτενός) + συνδετικό φωνήεν ο + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. ζαχαρο ποιία, ποτο ποιία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ζευγοποίηση — και ζευγοποιία, η (Α ζευγοποιΐα) νεοελλ. η κατάταξη σε ζεύγη, ο σχηματισμός ζεύγους, το ζευγάρωμα αρχ. (για αυλούς) η κατασκευή επιστομίων για διπλό αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + ποίηση ή ποιία (< ποιώ), πρβλ. γονιμο ποίηση, γεφυρο ποιία] … Dictionary of Greek