Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ποδ-ιαῖος

См. также в других словарях:

  • -ιαίος — παραγωγική κατάλ. πολλών επιθ. τής αρχ. ελλ. με ευρεία χρήση και στη νέα ελλ. Δημιουργήθηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αιος* με ι , το οποίο εμφανίζουν ορισμένες λ. στο θέμα τους (πρβλ. γων ι αίος, ημιωβολ ι αίος, οργυ ι αίος, ραχ ι αίος, σταδ ι… …   Dictionary of Greek

  • μναϊαίος — μναϊαῑος και μναγιαῑος, α, ον (Α) 1. μνααίος* 2. αυτός που αναφέρεται στη μνα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μναϊαῑον η μνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνᾶ + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. πλεθρ ιαίος/ποδ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • ξεστιαίος — ξεστιαῑος, α, ον (Α) αυτός που περιέχει έναν ξέστη, που είναι ίσος με έναν ξέστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξέστης «μονάδα μέτρησης στερεών και υγρών» + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. πλεθρ ιαίος, ποδ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • στοιχιαίος — αία, ον, Α (δομ.) αυτός που έχει διαστάσεις στοίχου («ὑπερτόναια... πάχος στοιχιαῑα, μῆκος ὀκτώποδα», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. ποδ ιαῖος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»