-
1 ποίμνα
ποίμνᾱ, ποίμνηflock: fem nom /voc /acc dualποίμνᾱ, ποίμνηflock: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ποίμνα
1 herd ἔνθα ποῖμναι κτιλεύονται κάπρων λεόντων τε (Boeckh: ποιμένεις, αἱ ποῖμναι codd.) fr. 238. -
3 ποίμνας
ποίμνᾱς, ποίμνηflock: fem acc plποίμνᾱς, ποίμνηflock: fem gen sg (doric aeolic) -
4 ποίμναι
ποίμνᾱͅ, ποίμνηflock: fem dat sg (doric aeolic) -
5 ποίμναν
ποίμνᾱν, ποίμνηflock: fem acc sg (doric aeolic) -
6 χρυσεόμαλλος
χρῡσεό-μαλλος, ον,A = χρυσόμαλλος, ποίμνα, δέρος, Id.El. 724 (lyr.), Hyps.Fr.3(1)ii 22 (lyr.), cf. Orph.A. 1018.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσεόμαλλος
-
7 ἀμέγαρτος
A unenviable:1 mostly of things or conditions, sad, melancholy,πόνος Il.2.420
;ἀνέμων.. ἀϋτμή Od.11.400
; ;ἀμέγαρτα κακῶν E. Hec. 192
; (lyr.), cf. A.Pr. 403.3 of persons, unhappy, miserable, ἀμέγαρτε συβῶτα wretched swineherd! Od.17.219;ἀμεγάρτων φῦλ' ἀνθρώπων h.Merc. 542
;ἀ. ποίμνα A.Supp. 642
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμέγαρτος
См. также в других словарях:
ποίμνα — ποίμνᾱ , ποίμνη flock fem nom/voc/acc dual ποίμνᾱ , ποίμνη flock fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίμνας — ποίμνᾱς , ποίμνη flock fem acc pl ποίμνᾱς , ποίμνη flock fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίμναι — ποίμνᾱͅ , ποίμνη flock fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίμναν — ποίμνᾱν , ποίμνη flock fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)