Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ποίην

См. также в других словарях:

  • ποιῆν — ποιέω make pres inf act (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιήν — ποιός of a certain nature fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίην — πόα grass fem acc sg (epic doric ionic) ποί̱ην , ποῖος of what kind? fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CROCUM seu CROCUS — CROCUM, seu CROCUS inter praecipua horrorum pratorumque decora, παρὰ τὸ εν κρύει θάλλειν, quod in frigores floreat, nomen nonnullis invenit. Floret enim sub Pleiade et paucos dies, Theophrast. de Plantis, l. 6. c. 6. Virgilio vero flos vernus est …   Hofmann J. Lexicon universale

  • HIPPOPOTAMI — cum tigribus, exhibiti occurrunt, apud Capitolin. in Ant. Pio, Edita munera, in quibus elephanto et crocutas, et strepsicerotas et crocodilos etiam atque hippopotamos cum tigridibus exhibuit. Etiam Hippopotamo sedisse, legitur Firmus apud Vopisc …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξανατέλλω — (AM έξανατέλλω) μσν. νεοελλ. (αμτβ.) 1. ανατέλλω, εμφανίζομαι 2. (για ήλιο, αστέρια) ανατέλλω, αναφαίνομαι πάνω από τον ορίζοντα («ἡ τὸν Θεὸν ἐξανατείλαντα... σωματώσασα», Μηναία) αρχ. μσν. κάνω κάτι να προβάλει, να ανατείλει, να αναφανεί, να… …   Dictionary of Greek

  • ευφρόσυνος — (16ος αι.). Μοναχός και αγιογράφος από την Κρήτη. Στο μοναστήρι του Διονύσου, στον Άθω, σώζονται πέντε φορητές εικόνες του, με χρονολογία 1542. Οι εικόνες αυτές (Χριστός, Παναγία, Πρόδρομος, Πέτρος και Παύλος) έχουν εξαιρετική σημασία για τη… …   Dictionary of Greek

  • θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… …   Dictionary of Greek

  • νεοθηλής — (I) νεοθηλής και δωρ. τ. νεοθαλής και ιων. τ. νεηθαλής, ές (Α) 1. αυτός που άρχισε να θάλλει πρόσφατα, αυτός που βλάστησε πρόσφατα, ο χλωρός («τοῑσι δ ὑπὸ χθὼν δῑα φῡεν νεοθηλέα ποίην», Ομ. Ιλ.) 2. (για ζώα) αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • ποιήεις — και δωρ. τ. ποιάεις, εσσα, εν, Α γεμάτος ποίην, πόαν, σκεπασμένος με χλόη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίᾱ, δωρ. τ. τού πόα* + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις)] …   Dictionary of Greek

  • λυποίην — λῡποίην , λυπέω grieve pres opt act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»