-
21 ἐπί-πνοια
ἐπί-πνοια, ἡ, das Anhauchen, Anwehen, Διός Aesch. Suppl. 17. 44; ϑεῖαι 572, wie Plat. Legg. V, 747 e; οὐκ ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας ϑεῶν, nicht ohne göttliche Begeisterung, VII, 811 c, vgl. τῇ τοῦ Εὐϑύφρονος ἐπιπνοίᾳ πιστεύεις Crat. 399 a; οἷον ἐπιπνοίᾳ πρὸς τὸ καλόν Plut. Ag. 7.
-
22 ἔμ-πνοια
ἔμ-πνοια, ἡ, dasselbe, Luc. diss. c. Hes. 9.
-
23 ἔκ-πνοια
ἔκ-πνοια, ἡ, = Vor., Arist. somn. 2, 8.
-
24 πνοιάν
πνοιά̱ν, πνοήblowing: fem acc sg (attic epic doric aeolic) -
25 πνοιάς
πνοιά̱ς, πνοήblowing: fem acc pl (epic) -
26 πνοιή
-
27 πνοή
πνοή, ἡ, ep. u. ion. πνοιή, dor. πνοιά u. πνοά, das Wehen, Blasen, Hauchen, der Wind; oft bei Hom., theils allein, theils mit dem Zusatz ἀνέμων, Βορέαο, Ζεφύρου; ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο (s. ἅμα), u. πνοιαὶ ἀνέμων, Hes. Th. 253. 268. Auch das Schnauben, Athemholen, übh. der Athem, Il. 23, 380; πνοιὴ Ἡφαίστοιο, der Anhauch des Hephästus, die Lohe, der glühende Brodem des Feuers, 21, 355; ἀλλοῖαι πνοιαὶ ἄλλοτ' εἰσὶν ἀνέμων, Pind. P. 3, 104; auch Αἰολῇσιν ἐν πνοιαῖσιν αὐλῶν, N. 3, 79; ἃς ϑνητὸς οὐδεὶς εἰςιδὼν ἕξει πνοάς, Aesch. Prom. 802; συνϑνήσκουσα προπέμπει πνοάς, Ag. 794; u. von den Winden, 185 u. öfter; Soph. El. 427; auch ἱππικαί, Schnauben, El. 709; πνοας πομπίμους, Eur. Hec. 1289, u. öfter; selten in Prosa, Plat. Crat. 419 d, Plut. Sert. 17. – Auch = Duft, Geruch.
-
28 αντιπνοια
-
29 απνοια
-
30 δυσπνοια
-
31 εμπνοια
-
32 επιπνοια
ἥ досл. дуновение, веяние, дыхание, перен. внушение, вдохновение, наитие(ἐξ ἐπιπνοίας Διός Aesch.; οὐκ ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν Plat.; ἐπιπνοίᾳ δαιμονίου Arst.)
ἐ. πρὸς τὸ καλόν Plut. — порыв к прекрасному -
33 πνοη
эп.-ион. πνοιή, дор. πνοά и πνοιά ἥ1) веяние, дуновение, порыв(πνοιέ Βορέαο, πνοιαὴ ἀνέμων Hom.)
ἅμα πνοιῇσι Hom. — вместе с порывами, т.е. с быстротой ветров2) струя воздуха (sc. τῶν φυσῶν Thuc.)3) дыхание(πνοαὴ ἱππικαί Soph.)
πνοὰς πνεῖν Eur. — дышать;πνοιέ Ἡφαίστοιο Hom. — (огненное) дыхание Гефеста4) испарение, запах5) звук(πνοὰ δόνακος Eur.; αὐλῶν π. Arph.)
-
34 συμπνοια
-
35 πνοά
a breath ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόαισι πνοαῖς (sc. Μετώπα) O. 6.83 καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν (Er. Schmid: ἀμπνοὰς, ἀναπνοὰς codd.) N. 10.74b wind, gust of windἴδε καὶ κείναν χθόνα πνοιαῖς ὄπιθεν Βορέα ψυχροῦ O. 3.31
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων P. 3.104
μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον (Bergk: καταπνοὰ codd.) P. 5.121 Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 16.c sound of wind-instruments πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν ( ἐμπνοαῖς v. l.: ἐμπνοαῖσιν Turyn) N. 3.79 -
36 βαρύπνοια
βᾰρύ-πνοια, ἡ,A laboured breathing, Sor.2.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύπνοια
-
37 βραχύπνοια
βρᾰχύ-πνοια, ἡ,A shortness of breath, Gal.7.836.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραχύπνοια
-
38 διάπνοια
II opening, gap, Pall.inHp.Fract. 12.283C.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάπνοια
-
39 δύσπνοια
δύσ-πνοια, ἡ,A difficulty of breathing, shortness of breath, Id.Aph.3.31, X.Cyn.9.20, Nymphis 16, Aret.SA1.9, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσπνοια
-
40 εὔπνοια
εὔ-πνοια, ἡ,2 airy situation, Arist.Pr. 909b5;ἐν εὐπνοίᾳ Thphr.CP6.16.5
; εὔπνοιαι εὐήλιοι dub. l. in Dsc.3.119.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔπνοια
См. также в других словарях:
πνοιά — πνοιά̱ , πνοή blowing fem nom/voc/acc dual (epic) πνοιά̱ , πνοή blowing fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνοιά — ἡ, Α (λυρ. τ.) βλ. πνοή … Dictionary of Greek
πνοιᾷ — πνοή blowing fem dat sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνοιάν — πνοιά̱ν , πνοή blowing fem acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνοιάς — πνοιά̱ς , πνοή blowing fem acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφόπνοια — ζοφόπνοια, ἡ (Α) η πνοή ανέμου από τη δύση, ο δυτικός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζόφος + πνοια (< πνέω) πρβλ. ά πνοια, δύσ πνοια] … Dictionary of Greek
εύπνοια — η (ΑΜ εὔπνοια και ποιητ. τ. ἐϋπνοΐη) 1. ελεύθερη πνοή, καλή αναπνοή 2. ύπαρξη ευνοϊκών ή υγιεινών ανέμων 3. ιατρ. η κανονική, η φυσιολογική αναπνοή νεοελλ. μσν. ευάρεστη οσμή, ευωδία αρχ. 1. τόπος ευάερος που προσβάλλεται από ανέμους 2. ευκολία… … Dictionary of Greek
σπανόπνοια — η, Ν μεγάλη βραδύτητα στον αναπνευστικό ρυθμό, που οφείλεται σε παθολογικά αίτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + πνοια (< πνοος < πνοή), πρβλ. δύσ πνοια] … Dictionary of Greek
τραυματόπνοια — η, Ν ιατρ. αναπνευστικός ήχος που ακούγεται κατά την έξοδο και την είσοδο τού αέρα όταν ένα θωρακικό τραύμα έχει προκαλέσει επικοινωνία της κοιλότητας τού υπεζωκότα με την εξωτερική ατμόσφαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. traumatopnea… … Dictionary of Greek
υπόπνοια — η, Ν ιατρ. η ελάττωση τού μεγέθους τής αναπνοής, η οποία αποτελεί ένδειξη αναπνευστικής ανεπάρκειας και ελάττωσης τού κυψελιδικού αερισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + πνοια (< πνοος / πνους < πνοή), πρβλ. δύσ πνοια] … Dictionary of Greek
βαρύπνοια — βαρύπνοια, η (Α) η δύσπνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + πνοια < πνοος < πνοή < πνέω (πρβλ. άπνοια, δύσπνοια, ταχύπνοια κ.ά.)] … Dictionary of Greek