-
41 ζοφόπνοια
ζοφό-πνοια, ἡ,A = ἡ ἀπὸ δύσεως πνοή, Sch.Il.21.334.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζοφόπνοια
-
42 κακόπνοια
κᾰκό-πνοια, ἡ,A difficulty of breathing, Gal. 17(1).757.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόπνοια
-
43 μακρόπνοια
μακρό-πνοια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακρόπνοια
-
44 περιπνοή
περι-πνοή, ἡ,A blowing round about,ἀνέμων D.S.3.19
(pl.), cf. Serv. ad Verg.A.5.772 (pl., in form [suff] περι-πνοία).2 ventilation, Gal.7.393 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπνοή
-
45 πνοή
πνοή, ῆς, ἡ, [dialect] Ep. [full] πνοιή, always in Hom.; [dialect] Dor. [full] πνοά (v. infr.); Lyr. [full] πνοιά Pi.O.3.31, B.5.28: ([etym.] πνέω):—A blowing, blast,πνοιαὶ παντοίων ἀνέμων Il.17.55
, cf. Od.4.839, Hes.Th. 253, 268;πνοιὴ Βορέαο Il.5.697
:abs., blast, breeze, 11.622, 13.590, etc.; ὀλίγη π. a light breeze, Arr.Tact.34.4; π. βιαία a stiff breeze, ib.35.4;οἷον π. εἰς ἄλλο Plot.6.3.23
; esp. to denote excessive swiftness, ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο along with, i.e.swift as, blasts of wind, Il.24.342, etc.;ἅμα πνοιῇ Ζεφύροιο 19.415
;ἐπέτοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο Od.2.148
;πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο Il.12.207
;ἅμα πνοιῇσι πετέσθην 16.149
; imitated by Ar.Av. 1396 (lyr.), ἅμ' ἀνέμων πνοαῖσι βαίην; freq. in Trag.,ταχύπτεροι πνοαί A.Pr.88
; (lyr.), cf. 654, Ar.Nu. 161, Arist.Mu. 392b11, etc.; blast of bellows, Th.4.100.2 generally, breath,ἔμπνους μέν εἰμι.. καὶ πνοὰς.. πνέω E.HF 1092
;μητρὸς οἴχονται πνοαί Id.Or. 421
: metaph., πνοιὴ Ἡφαίστοιο the breath of Hephaestus, i.e. flame, Il.21.355;πυρὸς πνοᾷ E.Tr. 815
(lyr.);πρὶν καταιγίσαι πνοὰς Ἄρεως A.Th. 63
, cf. 115(lyr.);θεοῦ πνοαῖσιν ἐμμανεῖς E.Ba. 1094
;πνοαὶ Ἀφροδίτης Id.IA69
;θυμοῦ πνοαί Id.Ph. 454
.III vapour, exhalation, σποδὸς προπέμπει πλούτου πνοάς, of a burning city, A.Ag. 820;τηγάνου π. Eub. 75.8
, cf. Antiph.217.7;λιβάνου πνοαί Anaxandr.41.37
(anap.).IV breath of a wind-instrument,Αἰολῇσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν Pi.N.3.79
;αὐλῶν π. Ar.Ra. 313
;σύριγγος πνοά E.Or. 145
(lyr.).—Poet. (Pl.Cra. 419d is no exception), once in Th. and freq. in later Prose (v. supr.) for πνεῦμα. -
46 πυκνόπνοια
πυκνό-πνοια, ἡ,A rapid respiration, Gal.17(2).128.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυκνόπνοια
-
47 ταχύπνοια
τᾰχῠ-πνοια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταχύπνοια
-
48 ἀνάπνοια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάπνοια
-
49 ἀντίπλοια
ἀντίπλοια, ἡ,A sailing close to the wind: metaph. of a mixed constitution, dub. l. in Plb.6.10.7 (fort. - πνοια).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίπλοια
-
50 ἀντίπνοια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίπνοια
-
51 ἀπόπνοια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόπνοια
-
52 ἔμπνοια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμπνοια
-
53 ὀρθόπνοια
ὀρθό-πνοια, ἡ,A breathing only in an upright posture, orthopnoea, a symptom of various diseases, Hp.Prog.23, Acut.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρθόπνοια
-
54 ὁμόπνοια
ὁμό-πνοια, ἡ,A conspiration,ὁ. τις ἡ σύνταξις καὶ ἡ πρὸς ἄλληλα ἕνωσις Dam.Pr.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόπνοια
-
55 ἀνάπνοια
-
56 ἀντιπνοή
ἀντι-πνοή, ἀντί-πνοια, widriger Wind -
57 ἀντίπνοια
ἀντι-πνοή, ἀντί-πνοια, widriger Wind -
58 ἄπνοια
ἄ-πνοια, Windstille; Atemlosigkeit -
59 ἀποπνοή
ἀπο-πνοή, ἀπό-πνοια, das Ausatmen, Aushauchen -
60 ἀπόπνοια
ἀπο-πνοή, ἀπό-πνοια, das Ausatmen, Aushauchen
См. также в других словарях:
πνοιά — πνοιά̱ , πνοή blowing fem nom/voc/acc dual (epic) πνοιά̱ , πνοή blowing fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνοιά — ἡ, Α (λυρ. τ.) βλ. πνοή … Dictionary of Greek
πνοιᾷ — πνοή blowing fem dat sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνοιάν — πνοιά̱ν , πνοή blowing fem acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνοιάς — πνοιά̱ς , πνοή blowing fem acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφόπνοια — ζοφόπνοια, ἡ (Α) η πνοή ανέμου από τη δύση, ο δυτικός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζόφος + πνοια (< πνέω) πρβλ. ά πνοια, δύσ πνοια] … Dictionary of Greek
εύπνοια — η (ΑΜ εὔπνοια και ποιητ. τ. ἐϋπνοΐη) 1. ελεύθερη πνοή, καλή αναπνοή 2. ύπαρξη ευνοϊκών ή υγιεινών ανέμων 3. ιατρ. η κανονική, η φυσιολογική αναπνοή νεοελλ. μσν. ευάρεστη οσμή, ευωδία αρχ. 1. τόπος ευάερος που προσβάλλεται από ανέμους 2. ευκολία… … Dictionary of Greek
σπανόπνοια — η, Ν μεγάλη βραδύτητα στον αναπνευστικό ρυθμό, που οφείλεται σε παθολογικά αίτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + πνοια (< πνοος < πνοή), πρβλ. δύσ πνοια] … Dictionary of Greek
τραυματόπνοια — η, Ν ιατρ. αναπνευστικός ήχος που ακούγεται κατά την έξοδο και την είσοδο τού αέρα όταν ένα θωρακικό τραύμα έχει προκαλέσει επικοινωνία της κοιλότητας τού υπεζωκότα με την εξωτερική ατμόσφαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. traumatopnea… … Dictionary of Greek
υπόπνοια — η, Ν ιατρ. η ελάττωση τού μεγέθους τής αναπνοής, η οποία αποτελεί ένδειξη αναπνευστικής ανεπάρκειας και ελάττωσης τού κυψελιδικού αερισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + πνοια (< πνοος / πνους < πνοή), πρβλ. δύσ πνοια] … Dictionary of Greek
βαρύπνοια — βαρύπνοια, η (Α) η δύσπνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + πνοια < πνοος < πνοή < πνέω (πρβλ. άπνοια, δύσπνοια, ταχύπνοια κ.ά.)] … Dictionary of Greek