-
1 πλωτά
πλωτόςneut nom /voc /acc plπλωτά̱, πλωτόςfem nom /voc /acc dualπλωτά̱, πλωτόςfem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 πλωτάς
πλωτά̱ς, πλωτόςfem acc pl -
3 πτηνός
πτηνός, ή, όν, [dialect] Dor. [full] πτανός, ά, όν; also ός, όν Pl.Prt. 320e: ([etym.] πτῆναι, πέτομαι):—A flying, winged, Διὸς π. κύων, i.e. eagle, A.Pr. 1022, cf. Ag. 136 (lyr.);π. ὄφις Id.Eu. 181
; ὄρνις, οἰωνός, S.Ph. 955, Ant. 1082; Ἔρως, ἵπποι, E.Hipp. 1275 (lyr.), IT 193 (lyr.); ; also of arrows,π. ἰοί S.Ph. 166
(anap.); ; π. φυγή, of birds, Pl.Prt. 320e.2 τὰ π. winged creatures, birds, A.Ch. 591 (lyr.), S.Aj. 168 (anap.), E. Ion 504 (lyr.), etc.;πτηνὸν ὀρνίθων γένος Ar. Av. 1707
;πτηνῶν γένη Id.Th.46
; opp. τὰ πεζά, Pl.Smp. 207a; opp. τὰ πεζά and τὰ πλωτά, Arist.HA 488a1, cf. 542a23: hence πταναὶ θῆραι the pursuit of winged game, S.Ph. 1146 (lyr.); ἡ [θήρα] τῶν π. Pl. Lg. 823b: of young birds, fledged, E.Tr. 146 (lyr.).II metaph., πτηνοὶ μῦθοι, Homer's ἔπεα πτερόεντα, E.Or. 1176: but κοῦφοι καὶ π. λόγοι fleeting, idle words, Pl.Lg. 717d;π. ὄνειροι E.IT 571
; πτηνὰς διώκεις ἐλπίδας fleeting hopes, Id.Fr. 271.2 πτανὰ ἰσχύς soaring, aspiring strength, Pi.Fr.107.3. -
4 χερσεύω
χερσ-εύω, intr.,II [voice] Pass., to be left as dry land, opp. πλωτὰ εἶναι, Arist.Mete. 353a25 (v.l. -εύει).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χερσεύω
-
5 πλώω
Grammatical information: v.Meaning: `to swim', aor. etc. (ep. Ion. Il.) also `to sail, to go by sea' (beside pres. πλέω; on πλώω: πλέω Bechtel Dial. 3, 196ff., 208).Other forms: Aor. πλῶ-ναι ( ἐπ-έπλων etc., Hom., Hes.), πλῶσαι (Γ 47: ptc. ἐπι-πλώσας; Hdt., Arr.), fut. πλώσ-ομαι (Hdt.), -ω (Lyc.), perf. πέπλωκα (Hdt., Lyc.; also E. Hel. 532 and Ar. Th. 878 [parody]),Derivatives: Prob. all derivv. are from Ion. (Fraenkel Nom. ag. 2, 3 f.). Adj. 1. πλω-τός ( πρόσ-, ἔκ-πλώω) `swimming, navigable' (κ 3 [on the explanation Giusti Il. mondo class. 7, 63ff.], Hp., Hdt., Arist.) with - τίς f. approx. `raft' (Demetr. Astrol.), - τεύομαι `to be navigated, cruised' (Plb.); 2. πλω-τικός `seafaring' (hell.); 3. - σιμος `navigable, seaworthy' (S., Diogenian.), rather from πλῶσαι than from *πλῶσις; thus πλώ-ϊμος beside and for πλόϊμος (s. on πλέω w. lit.). Subst. 4. κατάπλω-σις f. `home-coming by sea' (Herod.); 5. πλωτήρ m. `sailor' (rare in E., Ar., Pl., often in Arist. etc.), `swimmer' (Opp., Nonn.); 6. πλω-άδες, -ϊάδες (Thphr.), - ίδες (A. R.) f. pl. `swimming, flowing'; also 7. πλώς, pl. πλῶτες name of a fish, = κεστρεύς, if prop. "swimmer" (cf. Thompson Fishes s. πλῶτα); but δακρυπλώειν (τ 122) not denomin. from *δακρυ-πλώς, but after δάκρυ χέων, χέουσα built as univerbation; cf. Leumann Hom. Wörter 36 w. n. 1 a. lit. 8. Verb: πλω-ΐζω (- ῴζω) `to go by sea' (Hes., Th.) with -ϊσις f. `seafaring' (Just.).Etymology: The above forms are not unambiguous. The aorist ἔπλων ( ἐπ-έπλων, ἀπ-έπλω a. o.) agrees with ἔγνων and so looks most like an athem. root-aorist (ptc. ἐπιπλώς Z 291 false for - πλούς?); to this as innovations ἔπλωσα-(ἔγνων: Skt. ájñāsam) and πλώω (cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 365)? Or the other way round (with Schwyzer 743 n.5 [asking]): ἔπλων secondary to older ἔπλωσα and this orig. to πλώω? In the first alternative we have no reason to keep ἔπλων etc. together with πλέω; in the second πλώω from *πλώϜ-ω is taken as lengthened deverbative (e.g. Schwyzer 722 and 349); to this analog. the other forms (cf. Schwyzer 346). The same lengthened grade is found in the Slav. iterative, e.g. OCS plavati, Russ. plávatь `swim (to and fro)'. A correspondent of πλω- however gives Germ. in OWNo. flōa, OE flōwan (w secondary) with Goth. flodus m. ' ποταμός (would be Gr. *πλω-τύς) a. o.; this too can go back on a reduplicated (?) IE * plō[u̯]-. If one decides for original πλω- from IE * plō- (* pleh₃-), this could be in ablaut with πλη- in πίμ-πλη-μι (Brugmann-Thumb 325 a. 327) [I see no reaon for this argumentation; I see no basis for a form * ploh₁-] which fits semantically worse than πλέω with πλώω. Frisk prefers explanation from *πλώϜ-ω. So either from a root * pleh₃-, or from a langthened grade deverbative *plōu̯-. -- Cf. πλέω, also πλύνω.Page in Frisk: 2,565-566Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πλώω
См. также в других словарях:
πλωτά — πλωτός neut nom/voc/acc pl πλωτά̱ , πλωτός fem nom/voc/acc dual πλωτά̱ , πλωτός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλωτάς — πλωτά̱ς , πλωτός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία … Dictionary of Greek
απόβαση — Επιθετική πολεμική επιχείρηση από τη θάλασσα, με δυνάμεις που μεταφέρονται κυρίως με πλοία ή άλλα σκάφη, με σκοπό την κατάληψη ενός μέρους εχθρικής ακτής και την εγκατάσταση προγεφυρώματος. Στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία, η α. συναντάται με… … Dictionary of Greek
πλωτός — ή, ό / πλωτός, όν, ΝΜΑ [πλώω] 1. αυτός που πλέει, που επιπλέει στην επιφάνεια τού νερού 2. αυτός που μπορεί κανείς να τόν διαπλεύσει νεοελλ. φρ. α) «πλωτή δεξαμενή» (ναυπ.) τύπος δεξαμενής για ναυπηγικές εργασίες β) «πλωτή γέφυρα» γέφυρα που… … Dictionary of Greek
σχεδία — Πλωτό μέσο, που αποτελείται γενικά από δοκούς και σανίδες συνενωμένες με σχοινιά και χρησιμεύει για τη μεταφορά προσώπων, ζώων και εμπορευμάτων. Συνήθως η σ. έχει σχήμα περίπου τετράγωνο, χωρίς τοιχώματα και, για τη διευκόλυνση της πλευστότητας,… … Dictionary of Greek
CERNE — Atlantici maris insul. contra Atlantem montem. Ptol. Hanc nonnulli Maderam, quae etiam Ombrio. ad Boream, Fortunatarum, prope Aprositou Insul. nunc Porto S. in Occasum. Sub Portugalliae Rege, alii Graciosam esse putant. Est etiam Cerne Lycophroni … Hofmann J. Lexicon universale
βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… … Dictionary of Greek
ζεύγμα — το (AM ζεῡγμα) [ζεύγνυμι] κάθε τι που χρησιμοποιείται για ζεύξη, για σύνδεση, δεσμός, σύνδεσμος 2. φρ. α) «ζεύγμα λιμένος» φράγμα από πλοία που φράζουν την είσοδο τού λιμανιού με το οποίο αποκλείεται η είσοδος ή η έξοδος β) «ζεύγμα ποταμού»… … Dictionary of Greek
καν — I (Kan). Ποταμός (629 χλμ.) της Ρωσίας, παραπόταμος του Γενισέι. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του Ανατολικού Σαγιάν (Κάνσκοε Μπελογκόριε) και κατά τη ροή του διασχίζει τη μεγάλη κοιλάδα της ομώνυμης δασοστέπας και την οροσειρά Γενισέι. Έχει… … Dictionary of Greek
κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek