-
1 πλόκος
-
2 πλοκος
-
3 πλόκος
πλόκοςlock of hair: masc nom sg -
4 πλόκος
1 wreathing, wreathδύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων ἐν Ἰσθμιάδεσσιν φανέντα O. 13.33
]πλοκον ς[τεφά]νων κισσίνων Δ. 3. 7. -
5 πλόκος
πλόκος, ὁ, Haargeflecht, Locke; von dem Gerank des Eppich u. von einem Kranze -
6 πλοκός
ο плетень -
7 πλόκος
πλόκ-ος, ὁ,II wreath or chaplet, πλόκοι σελίνων the parsley- wreath at the Isthmian games, Pi.O.13.33;μυρσίνης πλόκοι E.El. 778
;π. ἀνθέων Id.Med. 841
(lyr.); π. χρυσήλατος ib. 786.2 plaited bowstring, Lyc.915. -
8 πυρί-πλοκος
πυρί-πλοκος, im Feuer verbunden, Nonn. D. 30, 83.
-
9 περί-πλοκος
περί-πλοκος, umwickelt, umfaßt, verwickelt, Sp.
-
10 πεντά-πλοκος
πεντά-πλοκος, fünffach geflochten, λίνον, Paul. Aeg., fünfdrähtiger Zwirn.
-
11 πολύ-πλοκος
πολύ-πλοκος, viel od. sehr verflochten; σπεῖραι, Eur. Med. 481; πεσσῶν μορφαί, I. A. 197; Τυφῶνος πολυπλοκώτερον, Plat. Phaedr. 230 a, ränkevoll, verschlagen, wie Ar. γυνή, Thesm. 434; νόημα, 463; Sp., wie Plut. u. Luc., der auch den compar. hat, πολυπλοκώτερα κάρηνα, Amor. 2; πολυπλοκωτάτη τάξις, d. i. sehr schwierig, Xen. Lac. 11, 5.
-
12 πῡτῑνο-πλόκος
πῡτῑνο-πλόκος, Weinflaschen mit Weidenzweigen od. Bast umflechtend, Schol. Ar. Av. 1442.
-
13 σπαρτο-πλόκος
σπαρτο-πλόκος, Seile aus σπάρτος drehend, flechtend, Poll. 7, 181.
-
14 στεφανη-πλόκος
στεφανη-πλόκος, Kränze flechtend, Theophr., Plut.
-
15 στεφανο-πλόκος
στεφανο-πλόκος, = στεφανηπλόκος, Sp.
-
16 στεφη-πλόκος
στεφη-πλόκος, = στεφανηπλόκος, Plut. de audit. 6, v. l. στεφοπλόκος.
-
17 σχοινιο-πλόκος
σχοινιο-πλόκος, = σχοινιοστρόφος, Sp.
-
18 σχοινο-πλόκος
σχοινο-πλόκος, Binsen flechtend, aus Binsen Stricke, Seile, Matten, Körbe flechtend, Hippocr. u. Sp.
-
19 σύμ-πλοκος
σύμ-πλοκος, zusammengeflochten, Paul. Sil. 7. 14.
-
20 σιδηρό-πλοκος
σιδηρό-πλοκος, aus Eisen geflochten, Heliod. 9, 15.
См. также в других словарях:
πλόκος — lock of hair masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλόκος — ὁ, Α 1. ο πλόκαμος τής κόμης, πλεξούδα 2. στεφάνι («πλόκος ἀνθέων», Ευρ.) 3. χορδή τόξου 4. φρ. «πλόκος σελίνων» στεφάνι φτιαγμένο από σέλινα, το οποίο δινόταν ως βραβείο στα Ίσθμια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα πλοκ τού ρ.… … Dictionary of Greek
πλοκός — ο, Ν 1. είδος πλεχτού φράκτη κήπων, χωραφιών, αμπελιών κ.ά. χώρων 2. πλεχτός φράκτης ιχθυοτροφείων και αστακοτροφείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλόκος (< πλέκω), με καταβιβασμό τού τόνου (πρβλ. κρόκος: κροκός)] … Dictionary of Greek
πλόκοι — πλόκος lock of hair masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλόκον — πλόκος lock of hair masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλόκου — πλόκος lock of hair masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλόκους — πλόκος lock of hair masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλόκων — πλόκος lock of hair masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλόκῳ — πλόκος lock of hair masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιόπλοκος — ἰόπλοκος, ον (Α) 1. ο πλεγμένος με ία 2. ο ιοπλόκαμος 3. επίθ. τού Βάκχου και τής Αφροδίτης 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἰόπλοκος ἰόπεπλος ἀπὸ τοῡ χρώματος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + πλοκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. κυανό πλοκος, χρυσεό πλοκος] … Dictionary of Greek
καλοπλόκος — καλοπλόκος, ὁ (Α) (γλώσσα) αυτός που υφαίνει ή που πλέκει με επιμέλεια, με επιδεξιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλῶς) + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, λινο πλόκος] … Dictionary of Greek