Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σιδηρό-πλοκος

См. также в других словарях:

  • σιδηρόπλοκος — ον, Α πλεγμένος με σίδηρο («σκέπασμα σιδηρόπλοκον», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πλοκος (< πλέκω), πρβλ. χρυσεό πλοκος] …   Dictionary of Greek

  • ιαμβόπλοκος — ἰαμβόπλοκος, ον (Μ) αυτός που αποτελείται από ιάμβους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + πλοκος (< πλοκή), πρβλ. ετερό πλοκος, σιδηρό πλοκος] …   Dictionary of Greek

  • κροκόπλοκος — κροκόπλοκος, ον (Μ) ο πλεγμένος με νήματα βαμμένα με κρόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + πλοκος (< πλέκω), πρβλ. θεό πλοκος, σιδηρό πλοκος] …   Dictionary of Greek

  • κυανόπλοκος — κυανόπλοκος, ον (Α) κυανοπλόκαμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πλοκος (< πλέκω), πρβλ. θεό πλοκος, σιδηρό πλοκος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόπλοκος — ον, ΜΑ, και χρυσεόπλοκος Α χρυσόπλεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο / χρυσ(ο) * + πλοκός (< πλέκω), πρβλ. σιδηρό πλοκος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»