-
1 σιδηρό-πλοκος
σιδηρό-πλοκος, aus Eisen geflochten, Heliod. 9, 15.
-
2 σιδηρόπλοκος
σῐδηρό-πλοκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιδηρόπλοκος
-
3 σιδηρόπλοκος
См. также в других словарях:
σιδηρόπλοκος — ον, Α πλεγμένος με σίδηρο («σκέπασμα σιδηρόπλοκον», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πλοκος (< πλέκω), πρβλ. χρυσεό πλοκος] … Dictionary of Greek
ιαμβόπλοκος — ἰαμβόπλοκος, ον (Μ) αυτός που αποτελείται από ιάμβους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + πλοκος (< πλοκή), πρβλ. ετερό πλοκος, σιδηρό πλοκος] … Dictionary of Greek
κροκόπλοκος — κροκόπλοκος, ον (Μ) ο πλεγμένος με νήματα βαμμένα με κρόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + πλοκος (< πλέκω), πρβλ. θεό πλοκος, σιδηρό πλοκος] … Dictionary of Greek
κυανόπλοκος — κυανόπλοκος, ον (Α) κυανοπλόκαμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πλοκος (< πλέκω), πρβλ. θεό πλοκος, σιδηρό πλοκος] … Dictionary of Greek
χρυσόπλοκος — ον, ΜΑ, και χρυσεόπλοκος Α χρυσόπλεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο / χρυσ(ο) * + πλοκός (< πλέκω), πρβλ. σιδηρό πλοκος] … Dictionary of Greek