-
81 πλοκάμω
-
82 πλοκάμῳ
-
83 πλοκάμωι
πλοκάμῳ, πλόκαμοςlock: masc dat sg -
84 коса
1. -ы, αιτ. косу, πλθ. косы θ. πλεξίδα, πλεξούδα, πλόκαμος, κοτσίδα•расплетить -у ξεπλέκω την κοτσίδα.
2. -ы, αιτ. косуκ. косу, πλθ. косы θ. κοσσιά, κόσσα (χορτοκοπτικό εργαλείο).εκφρ.коса нашла на камень – βρήκε το μπάρμπα του ή το μάστορα του (συνάντησε ισχυρότερο του).3. -ы, αιτ. косу κ. косуπλθ. косы θ. γλώσσα γης που εισχωρεί στη θάλασσα. || λωρίδα•коса леса – λωρίδα δάσους. -
85 пейс
-а α.μακρύς βόστρυχος, πλόκαμος, μακριά μπούκλα. -
86 щупальца
-лец πλθ. (ενκ. щупальце, -лъца ουδ.) προσακτρίδα, πλόκαμος, -άμι. -
87 βαθυπλόκαμος
βᾰθυ-πλόκᾰμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθυπλόκαμος
-
88 βερενίκη
βερενίκη [ῑ], ἡ, Macedon. form for Φερενίκη, freq. pr. n. in the time of the Ptolemies:—also [full] βερνίκη Act.Ap.25.13: [full] βερενίκης πλόκαμος, aA constellation, Gem.3.8, etc.; also, a throw of the dice, Hsch.:— hence [full] βερενίκιον, τό, a plant, Hsch.; also, nitre of the best quality, Gal.13.568:—[var] Dim. [full] βερενικάριον or [full] βερνικάριον νίτρον, Orib.Fr.107, Aët.6.54:—[full] βερενικίδες, αἱ, women's shoes, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βερενίκη
-
89 θρεπτήριος
θρεπ-τήριος, ον,II πλόκαμος Ἰνάχῳ θ. hair dedicated as a thank-offering to Inachus, ib. 6.III Subst. θρεπτήριον, τό,= θρεπτάριον, PLond.5.1708.248 (vi A.D.).2 pl., θρεπτήρια, τά, reward for rearing, made to nurses by parents, h.Cer. 168, 223; also, return made by children for their rearing ([dialect] Att. τροφεῖα), Hes.Op. 188, Ael.VH2.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρεπτήριος
-
90 θρίξ
Aτρίχεσιν J.AJ16.7.3
is f.l. for τρύχ-): - hair, Hom. only in pl.,ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν ἐνὶ.. μέλεσσι Il. 24.359
; mostly, hair of the head, 22.77, Od.13.431;αἱ ἐν τῇ κεφαλῇ τρίχες Th.1.6
; sheep's wool, Il.3.273, Hes.Op. 517; pig's bristles, Il.19.254, Od.10.239; τρίχες ἄκραι οὐραῖαι, of a horse's tail, Il.23.519; ἀνάστασις τῶν τριχῶν, of a lark's crest, Gal.12.361.II later in sg. collectively, A.Th. 535, Ag. 562, S.El. 451; τριχὸς πλόκαμος, βόστρυχος, A.Th. 564 (lyr.), Ch. 229;γενείον θρίξ Id.Pers. 1056
; ; Ἐπαφρόδιτον.. τὴν παιδικὴν τρίχα Ὑγίᾳ (sc. ἀνέθηκεν) IG12(5).173 (Paros, i A.D.); of a horse's mane, S.Fr. 475; of dogs, X.Cyn.4.8 (sg. and pl.).2 a single hair, οὐδὲ τρίχ[α] Alc. Supp.14.10: prov., θρὶξ ἀνὰ μέσσον only a hair's breadth wanting, Theoc.14.9, cf. X.Smp.6.2; ἄξιον τριχός, i.e. good for nothing, Ar. Ra. 614;οὐδ' ἂν τριχὸς πριαίμην Eup.7.18D.
; ἐκ τριχὸς κρέμασθαι to hang by a hair, Aristaenet.2.1, Zen.3.47;ἀπὸ τ. ἠερτῆσθαι AP5.229
(Paul. Sil.);ἐπὶ τριχὸς ἦν ἡ σωτηρία Procop.Aed.6.6
; εἰς ἱερὴν τρίχα ἐλθεῖν, i.e. to come to life's end, v.l. in AP7.164 (Antip. Sid.), but cf. Epigr.Gr.248.13; μόνον οὐχὶ τῶν τ., φασί, λαμβάνεται 'saute aux yeux', S.E.M.7.257. -
91 καλλικόμας
καλλι-κόμας, ὁ, = sq.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλικόμας
-
92 καλλιπλόκαμος
A with beautiful locks, Δημήτηρ, Θέτις, Il.14.326, 18.407;Ἑλένα Pi.O.3.1
; (lyr.); Χρυσέαν ἄρνα κ. Id.El. 705 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιπλόκαμος
-
93 καταστέφω
A deck with garlands, crown, wreath, κ. βωμόν (with branches wreathed in wool) E.Heracl. 124; κ. νεκρόν (with libations) Id.Ph. 1632; πλόκαμος ὅδε καταστέφειν here are my tresses for you to crown, Id.IA 1478 (lyr.); ἄντομαί σε καὶ κ. χεροῖν encircle thee, Id.Heracl. 226; κατέστεψας πέδον and κατάστεψον π. are vv. ll. in S.OC 467, cf.καταστείβω; κ. τὰς πρῴρας D.C.51.5
; οὔρεα Epic. in Arch.Pap.7p.7:—[voice] Pass.,κατεστέφθαι Aeschin.3.164
;δάφνῃ κατεστεμμένος τὰς κόμας D.H.2.34
; κλάδος ἐρίῳ κατεστ. Plu. Thes.18: metaph., πεδία ληΐοις κατεστεμμένα Men.Rh.p.345 S.;ὁ πόλος ἀστέρας κατέστεπται Hp.Ep. 12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστέφω
-
94 κυανοπλόκαμος
κῠᾰνο-πλόκᾰμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυανοπλόκαμος
-
95 κυανόχρως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυανόχρως
-
96 λιπαροπλόκαμος
λῐπᾰρο-πλόκᾰμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιπαροπλόκαμος
-
97 μελανοπλόκαμος
μελᾰνο-πλόκᾰμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανοπλόκαμος
-
98 πενθητήριος
A of or in sign of mourning,πλόκαμος A.Ch.7
; βόθροι π. trenches in which mourners lay, Ion Trag.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενθητήριος
-
99 πλοκάς
-
100 πλοχμός
πλοχμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλοχμός
См. также в других словарях:
πλόκαμος — lock masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλόκαμος — ο, ΝΜΑ, και πλοκαμός, Ν 1. πλέγμα από τις τρίχες τής κόμης σε επίμηκες σχήμα, πλεξούδα 2. φρ. «Πλόκαμος τής Βερενίκης» αστερισμός γνωστός και ως Κόμη τής Βερενίκης νεοελλ. μσν. 1. ζωολ. επίμηκες όργανο, συνήθως χωρίς σκελετικό, αλλά με μυϊκό… … Dictionary of Greek
πλοκαμός — ο, Ν βλ. πλόκαμος … Dictionary of Greek
πλόκαμος — ο βλ. πλοκάμι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλοκάμοιο — πλόκαμος lock masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκάμοις — πλόκαμος lock masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκάμοισι — πλόκαμος lock masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκάμοισιν — πλόκαμος lock masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκάμου — πλόκαμος lock masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκάμους — πλόκαμος lock masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκάμων — πλόκαμος lock masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)