-
1 θρεπτάριον
θρεπτάριονneut nom /voc /acc sg -
2 θρεπτάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρεπτάριον
-
3 θρεπταρίω
-
4 θρεπταρίῳ
-
5 θρεπτήριος
θρεπ-τήριος, ον,II πλόκαμος Ἰνάχῳ θ. hair dedicated as a thank-offering to Inachus, ib. 6.III Subst. θρεπτήριον, τό,= θρεπτάριον, PLond.5.1708.248 (vi A.D.).2 pl., θρεπτήρια, τά, reward for rearing, made to nurses by parents, h.Cer. 168, 223; also, return made by children for their rearing ([dialect] Att. τροφεῖα), Hes.Op. 188, Ael.VH2.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρεπτήριος
См. также в других словарях:
θρεπτάριον — θρεπτάριον, τὸ (ΑΜ) [θρεπτός] μσν. νεαρός μαθητής μικρός δούλος που έχει γεννηθεί και ανατραφεί στο σπίτι τού κυρίου του … Dictionary of Greek
θρεπτάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεπταρίῳ — θρεπτάριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρεφτάρι — το 1. ζώο σιτευτό, δηλ. που τρέφεται καλά και προορίζεται για σφαγή, θρεφτό, μανάρι 2. (για ανθρώπους) μοσχαναθρεμμένος, θρέμμα, ανάθρεμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρεπτάριον (< θεπτός)] … Dictionary of Greek