Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θρεπτάριον

См. также в других словарях:

  • θρεπτάριον — θρεπτάριον, τὸ (ΑΜ) [θρεπτός] μσν. νεαρός μαθητής μικρός δούλος που έχει γεννηθεί και ανατραφεί στο σπίτι τού κυρίου του …   Dictionary of Greek

  • θρεπτάριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπταρίῳ — θρεπτάριον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεφτάρι — το 1. ζώο σιτευτό, δηλ. που τρέφεται καλά και προορίζεται για σφαγή, θρεφτό, μανάρι 2. (για ανθρώπους) μοσχαναθρεμμένος, θρέμμα, ανάθρεμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρεπτάριον (< θεπτός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»