-
1 τριχος
-
2 τριχός
θρίξ, τριχόςGrammatical information: f.Compounds: Compp., e. g. τριχό-φυλλος `with leaves like hair' (Thphr., of a pine-forest), οὑλό-θριξ `with krausem Haar' (Hdt. usw.).Derivatives: 1. θρίσσα, Att. θρίττα f. (\< *θρίχ-ι̯α) kind of anchovy, `Clupea alosa' (middl. Com., Arist., after the hairlike bones, Strömberg Fischnamen 47f.; also Thompson Fishes s. v.; from there Ital.-Lomb. trissa a. o.?; s. Pok. 276); dimin. θρισσίον (pap.); in the same meaning also τριχίς, - ίδος f. (Ar.), τριχίδιον (Alex.), τριχίας m. (Arist.). 2. Dimin. τρίχιον (Arist.). 3. τριχώδης `full of hair, hairlike' (Hp., Arist.). 4. τριχωτός `hairy' (Arist.; cf. τριχόομαι below). 5. τρίχῐνος `of hair' (Pl., X.). 6. τριχῖτις, - ιδος f. sort of alum (after the fibrous nature; Dsc., Plin.; Redard Les noms grecs en - της 62). 7. τριχία `knot' (pap.). 8. τριχισμός `hairfine split of a bone' (Paul. Aeg.), as if from *τριχίζω; cf. Chantraine Formation 143ff. Denomin. verbs. 1. τριχόομαι, - όω `be provided with hairs' (Arist.); from there τρίχωμα `hair(growth)' (Hdt., E., X.) with τριχωμάτιον (Arist.); τρίχωσις `hairgrowth' (Arist.); cf. also τριχωτός above. 2. τριχιάω `suffer from a hairdisease' (Hp., Arist.) with τριχίασις name of some hairdiseases (medic.). 3. *τριχίζω cf. τριχισμός above.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: As the designations of hair differ from language to language (s. Buck Synonyms 203f., Ernout-Meillet s. capillus), we do not expect a cognate in other languages. So the comparison with MIr. gairb-driuch `bristle' (from garb `raw' and * drigu- or * driku-, Fick 2, 156) can better be disregarded. On Lith. drikà `threads hanging from the weaving-loom' s. Fraenkel Lit. et. Wb. s. draĩkas `long-drawn'.Page in Frisk: 1,684Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > τριχός
-
3 τριχός
θρίξhair: fem gen sg -
4 πυῤῥό-τριχος
πυῤῥό-τριχος, = πυῤῥόϑριξ, Theocr. 8, 3.
-
5 παρ-ουλό-τριχος
παρ-ουλό-τριχος, mit etwas krausem Haare, Geopon.
-
6 παχύ-τριχος
παχύ-τριχος, = παχύϑριξ, παχυτριχώτερος, Arist. gen. an. 5, 3.
-
7 πολύ-τριχος
πολύ-τριχος, mit vielen Haaren, Philonid. bei Poll. 2, 24.
-
8 πολιό-τριχος
πολιό-τριχος, = πολιόϑριξ, πολιότριχα γένεϑλα, Opp. Cyn. 3, 293.
-
9 σκληρό-τριχος
-
10 τανύ-τριχος
τανύ-τριχος, = τανύϑριξ, Opp. Cyn. 1, 186.
-
11 καλλί-τριχος
καλλί-τριχος, = καλλίϑριξ; Opp. Cyn. 1, 321; Poll. 2, 22; Diosc.
-
12 εὐθύ-τριχος
εὐθύ-τριχος, = εὐϑύϑριξ, Arist. H. A. 9, 44 u. Sp.
-
13 εὔ-τριχος
-
14 μικρό-τριχος
μικρό-τριχος, mit kleinem, kurzem Haare, Arist. H. A. 2, 1 M.
-
15 λασιό-τριχος
λασιό-τριχος, = λασιόϑριξ, Opp. Cvn. 1, 474.
-
16 λεπτό-τριχος
λεπτό-τριχος, = λεπτόϑριξ; Arist. H. A. 3, 11; λεπτότριχα gen. anim. 5, 3.
-
17 λιπό-τριχος
λιπό-τριχος, = λιπόϑριξ, Nonn. D. 26, 158.
-
18 λευκό-τριχος
λευκό-τριχος, s. λευκόϑριξ.
-
19 οὐλό-τριχος
οὐλό-τριχος, = οὐλόϑριξ, kraushaarig, Arist. u. Folgde. Der comparat. οὐλοτριχώτερος, H. A. 9, 44, kann aber auch von οὐλόϑριξ herkommen.
-
20 ὀξύ-τριχος
ὀξύ-τριχος, mit spitzigem Haare, Sp.
См. также в других словарях:
τριχός — θρίξ hair fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐκ τριχός κρέμεται. — См. На волоске … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παχύθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που έχει χοντρές τρίχες 2. αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + θριξ, τριχος (< θρίξ), πρβλ. καλλί θριξ] … Dictionary of Greek
περίθριξ — τριχος, ἡ, Α πλόκαμος, μπούκλα μαλλιών που δεν έχει κοπεί ποτέ από τη γέννηση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek
πιννινόθριξ — τριχος, ὁ, Μ φρ. «πιννινόθριξ μαλλός» έριο, μαλλί, όμοιο προς τις επιμήκεις, μεταξοειδείς ίνες τής πίννας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίννα + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek
ποικιλόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α (για ζώα και για πτηνά) αυτός που έχει ποικιλόχρωμο, παρδαλό τρίχωμα ή φτέρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + θρίξ, τριχός (πρβλ. πολύ θριξ)] … Dictionary of Greek
πολιόθριξ — τριχος, β, ή, ΜΑ αυτός που έχει ψαρές τρίχες στο κεφάλι του, γκριζομάλλης («προμάντεις ἱέρειαι πολιότριχες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό θριξ] … Dictionary of Greek
πυρινόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει κοκκινωπά μαλλιά, ο κοκκινομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύρινος (Ι) + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. μελανό θριξ, πυρρό θριξ] … Dictionary of Greek
σγουρομελάνθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Μ σγουρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σγουρός + μέλας + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek
σκληρόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. σκληρότριχος, ον, Α 1. (για ζώα) αυτός που έχει τραχύ τρίχωμα 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει σκληρά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + θρίξ, τριχός (πρβλ. μελανό θριξ)] … Dictionary of Greek
σκολιόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, ΜΑ σγουρομάλλης αρχ. (για φυτά) αυτός που έχει κατσαρά φύλλα («σκολιότριχος ἄνθος ἀκάνθης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «καμπύλος» + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek