-
1 πλούτιος
πλούτιοςwealthy: masc nom sgπλού̱τιος, πλοῦτος 2neut gen sg (doric) -
2 πλουτίων
πλούτιοςwealthy: fem gen plπλούτιοςwealthy: masc /neut gen plπλοῡτίων, πλοῦτος 2neut gen pl (doric)πλουτέωto be rich: pres part act masc nom sg (doric) -
3 πλούτιον
πλούτιοςwealthy: masc acc sgπλούτιοςwealthy: neut nom /voc /acc sgπλουτέωto be rich: imperf ind act 3rd pl (doric)πλουτέωto be rich: imperf ind act 1st sg (doric) -
4 πλούσιος
A wealthy, opulent, opp. πένης, πενιχρός, Hes.Op.22, h.Merc. 171, Thgn. 621, etc.;πτωχὸς ἀντὶ πλουσίου S.OT 455
;ἐμοὶ πένης.. πλουσίου μᾶλλον ξένος E.El. 395
;μέγα π. Hdt.1.32
; πλουσίῳ χαίρειν γένει in his rich and lordly race, S.OT 1070: prov., .2 c. gen. rei, rich in a thing, ὁ δαίμων δ' ἐς ἐμὲ πλούσιος ;π. οὐ χρυσίου, ἀλλ' οὗ δεῖ τὸν εὐδαίμονα πλουτεῖν Pl. R. 521a
;-ώτερος εἰς τὸ γῆρας.. φρονήσεως Id.Plt. 261e
.3 c. dat.,π. τοῖς ἀχρήστοις καὶ περιττοῖς Plu.Cat.Ma.18
;εἴκοσι μύξαις π... λύχνος Call.Epigr.56
;π. ἐν ἐλέει Ep.Eph.2.4
.II of things,σοὶ δὲ π. τράπεζα κείσθω
richly furnished,S.
El. 361; ample, abundant,κτερίσματα E.Tr. 1249
;ὕδωρ Id.Fr.316.3
: [comp] Sup., . Adv.-ίως, ἱρὸν π. κατεσκευασμένον ἀναθήμασι Id.2.44
;π. ταφήσεται E.Alc.56
;κοίτας.. π. σεσαγμένας Eup.76
, cf. Ph.2.400, etc.;νέον π. ἐπικηρυκευόμενον Aristaenet.2.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλούσιος
-
5 πλοῦτος
Grammatical information: m. (late also n.; Schwyzer 512).Compounds: Compp., e.g. πλουτο-δότης m. `who spends riches' (Hes.), καλλί-πλουτος `with beautiful riches' (Pi.).Derivatives: 1. πλούσ-ιος, Lac. πλούτιος (EM) `rich' (Hes., h. Merc.; Zumbach Neuerungen 13) with - ιακός `belonging to the rich' (Alex. Com.), - ιάω = πλουτέω (Alex. Aphr.). 2. πλουτ-ηρός `bringing riches' (X.); -ᾱξ, -ᾱκος m. `a rich fool' (Com.). 3. - ίνδην adv. `acc. to property' (Arist.). 4. πλουτ-έω `be rich' (Hes.); - ίζω `make rich, enrich' (trag., X.; κατα- πλοῦτος Hdt.) with - ιστής, - ιστήριος, ισμός (late). 5. Πλούτων, - ωνος m. god of reches, i.e. of the corn-provisions buried in the earth (trag.); on the motif of designation s. Nilsson Gr. Rel. I 471 ff.; acc. to. H. s. εὔπλουτον κανοῦν: " πλοῦτον γὰρ ἔλεγον την ἐκ τῶν κριθῶν καὶ τῶν πυρῶν περιουσίαν". 6. Πλουτεύς `id.' (Mosch., AP), prob. after Ζεύς; diff. Bosshardt 126.Etymology: Formation with το-suffix like the partly close νόστος, βίοτος, φόρτος; from πλέω in the sense `flow', so prop. "river, flood", first metaph. of a rich produce of corn (cf. above); so from * plou-to-. Diff. Porzig Satzinhalte 261: prop. "ford", of the inundation of the fields by the rain. -- Cf. the lit. on πένομαι.Page in Frisk: 2,563-564Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πλοῦτος
См. также в других словарях:
πλούτιος — wealthy masc nom sg πλού̱τιος , πλοῦτος 2 neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούτιος — α, ον, Α βλ. πλούσιος … Dictionary of Greek
πλουτίων — πλούτιος wealthy fem gen pl πλούτιος wealthy masc/neut gen pl πλοῡτίων , πλοῦτος 2 neut gen pl (doric) πλουτέω to be rich pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούτιον — πλούτιος wealthy masc acc sg πλούτιος wealthy neut nom/voc/acc sg πλουτέω to be rich imperf ind act 3rd pl (doric) πλουτέω to be rich imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τ, τ — Το δέκατο ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό tâw (= σταυρός) που γραφόταν +, x. Στα αρχαία ελληνικά αλφάβητα το ταυ είχε το σχήμα που έχει και σήμερα, δηλαδή Τ. Από φωνητική άποψη, το ταυ της αρχαίας και της νέας… … Dictionary of Greek
πλούσιος — α, ο / πλούσιος, ία, ιον, ΝΜΑ, και πλούτιος Α 1. αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, εύπορος 2. αυτός που έχει σε μεγάλη αφθονία, σε πλησμονή, ένα πράγμα ή μια ιδιότητα (α. «οι ομορφιές τσ ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ … Dictionary of Greek
Ι, ι — Το ένατο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό jôdh (= χέρι με τον πήχυ), του οποίου η γραφική παράσταση ήταν ή . Παρόμοιες ήταν οι πρώτες μορφές του ι στα ελληνικά αλφάβητα: ,, (Κρήτης, Θήρας). Μέχρι τον 7ο αι. π.Χ. η… … Dictionary of Greek