Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πλούτιος

См. также в других словарях:

  • πλούτιος — wealthy masc nom sg πλού̱τιος , πλοῦτος 2 neut gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλούτιος — α, ον, Α βλ. πλούσιος …   Dictionary of Greek

  • πλουτίων — πλούτιος wealthy fem gen pl πλούτιος wealthy masc/neut gen pl πλοῡτίων , πλοῦτος 2 neut gen pl (doric) πλουτέω to be rich pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλούτιον — πλούτιος wealthy masc acc sg πλούτιος wealthy neut nom/voc/acc sg πλουτέω to be rich imperf ind act 3rd pl (doric) πλουτέω to be rich imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τ, τ — Το δέκατο ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό tâw (= σταυρός) που γραφόταν +, x. Στα αρχαία ελληνικά αλφάβητα το ταυ είχε το σχήμα που έχει και σήμερα, δηλαδή Τ. Από φωνητική άποψη, το ταυ της αρχαίας και της νέας… …   Dictionary of Greek

  • πλούσιος — α, ο / πλούσιος, ία, ιον, ΝΜΑ, και πλούτιος Α 1. αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, εύπορος 2. αυτός που έχει σε μεγάλη αφθονία, σε πλησμονή, ένα πράγμα ή μια ιδιότητα (α. «οι ομορφιές τσ ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ …   Dictionary of Greek

  • Ι, ι — Το ένατο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό jôdh (= χέρι με τον πήχυ), του οποίου η γραφική παράσταση ήταν ή . Παρόμοιες ήταν οι πρώτες μορφές του ι στα ελληνικά αλφάβητα: ,, (Κρήτης, Θήρας). Μέχρι τον 7ο αι. π.Χ. η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»