-
1 πλοκη
ἥ1) (с)плетение(τοῦ δικτύου Arst.)
2) ткань(εὔμιτοι πλοκαί Eur.)
3) ( о драме) завязка(π. καὴ λύσις Arst.)
4) интрига, козниἐμπλέκειν πλοκάς Eur. — строить козни
-
2 πλοκή
η1) плетение; вязание; 2) перен. (по)строение, структура; композиция;πλοκή' του λόγου — построение речи;
3) лит. завязка;§ πλοκή των σχέσεων — завязывание отношений
-
3 πλοκή
[плохи] ουσ. Θ. переплетение, сплетение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πλοκή
-
4 πλοκή
[плохи] ουσ θ переплетение, сплетение. -
5 εμπλοκη
-
6 επιπλοκη
ἥ1) досл. вплетание, перен. (взаимо)отношения, сношения(πρὸς ἀλλήλους Polyb.)
ἥ εἰς Πελοπόννησον ἐ. Polyb. — вмешательство в дела Пелопоннеса2) половая связь Diod., Plut. -
7 καταπλοκη
-
8 κρωβυλωδης
-
9 παραπλοκη
-
10 περιπλοκη
ἥ1) сплетение, переплетение (sc. τῶν ὄφεων Arst.)2) объятие(τῶν γυναικῶν Polyb.)
3) запутанность, сложность(περιπλοκαὴ λόγων Eur.)
-
11 συμπλοκη
ἥ1) сплетение, соединение, связь, сочетание(ἀτόμων Democr. ap. Arst.; ὀνομάτων Plat.; ἁπάντων πρὸς ἄλληλα Polyb.)
κατὰ συμπλοκέν λέγεσθαι Arst. — употребляться в (грамматической) связи, т.е. в контексте2) схваткаἡ ἐν ταῖς συμπλοκαῖς μάχη Plat. — борьба врукопашную
3) соитие Plat., Arst.4) грам. связка или союз -
12 έπιπλο
[эпипло] ουσ. о. мебель, επ.πλοκή [эпиплоки] ουσ. Θ. осложнение, επ.πλώνω [эпиплоно] р. меблировать. επ.πλωση [эпиплоси] ουσ. Θ. мебилеровка επ.πόλαιος [эпиполэос] εκ. поверхностный, επ.πολαιότητα [эпиполэотита] ουσ. θ. (μεταφ.) несерьёзность, επ.πονος [эпипонос] εκ. трудный, тяжёлый, επ.ρρεπής [эпиррэпис] εκ. имеющий склонность, επ.ρρημα [эпиррима] ουσ. о.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έπιπλο
-
13 pe-re-ke-u
subst. m. nom. sg. PY Cn 1287: plekeus 'ткач'; pe-re-ke-wenom. pl. et dat.-loc. sg. PY Ae 574, MY Oe 130: plekēwes, plekēwei.Cp. πλοκεύς (Epicharm.), πλοκή 'плетение'. [148]
См. также в других словарях:
πλοκή — twining fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκή — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλέκω, πλέξιμο. 2. μτφ., διάρθρωση, δομή λογοτεχνικού έργου: Η πλοκή του έργου ήταν καταπληχτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλοκῇ — πλοκῆι , πλοκεύς plaiter masc dat sg (epic ionic) πλοκή twining fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκή — η, ΝΑ 1. πλέξιμο 2. μτφ. τρόπος με τον οποίο διαρθρώνονται και συνδέονται γεγονότα και επεισόδια λογοτεχνικού κειμένου, τραγωδίας ή δράματος, το δέσιμο τού μύθου, η εξέλιξη τής δράσης νεοελλ. (βυζ. μουσ.) κανόνας μελοποιίας που συνίσταται στην… … Dictionary of Greek
πλοκαῖς — πλοκή twining fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκαί — πλοκή twining fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκήν — πλοκή twining fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκῶν — πλοκή twining fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… … Dictionary of Greek
αναγνώριση — I (Λογ.). Λογοτεχνικό εύρημα, που συνήθως αποτελεί ισχυρό στοιχείο στην πλοκή ορισμένων μύθων και συναντάται συχνά στην πεζογραφία, την ποίηση και τον θεατρικό λόγο. Ειδικότερα, ο όρος αναφέρεται σε ανθρώπους που –αν και συνδέονται με ισχυρούς… … Dictionary of Greek
διαπλοκή — η (Α διαπλοκή) [διαπλέκω] σύνδεση με πλέξιμο, σύνθεση με πλοκή αρχ. 1. πλοκή 2. (σε πληθ.) λοξοδρομίες … Dictionary of Greek