-
1 καταπλοκη
См. также в других словарях:
καταπλοκή — καταπλοκή, ἡ (AM [καταπλέκω] μσν. μτφ. περιπλοκή, μπέρδεμα, ατυχία αρχ. 1. πυκνή, έντονη πλοκή, συμπλοκή 2. μουσ. κατιούσα μελωδική γραμμή … Dictionary of Greek
καταπλοκῇ — καταπλοκή entwining fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλοκῆς — καταπλοκή entwining fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλοκήν — καταπλοκή entwining fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Мелодия — У этого термина существуют и другие значения, см. Мелодия (значения). Мелодия (др. греч. μελῳδία распев лирической поэзии, от μέλος напев, и ᾠδή пение, распев) один (в монодии единственный) голос музыкальной факту … Википедия
καταπλοκάς — καταπλοκά̱ς , καταπλοκή entwining fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)