-
1 επιπλοκη
ἥ1) досл. вплетание, перен. (взаимо)отношения, сношения(πρὸς ἀλλήλους Polyb.)
ἥ εἰς Πελοπόννησον ἐ. Polyb. — вмешательство в дела Пелопоннеса2) половая связь Diod., Plut. -
2 επιπλοκή
η1) запутанность, усложнённость; усложнение; 2) мед. осложнение -
3 επιπλοκή
[эпиплоки] ουσ θ осложнение.
См. также в других словарях:
ἐπιπλοκῇ — ἐπιπλοκή plaiting together fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλοκή — plaiting together fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπλοκή — η (Α ἐπιπλοκή) [επιπλέκω] μπέρδεμα, περιπλοκή, εμπλοκή νεοελλ. 1. (για διαφορές προσώπων, ομάδων, κρατών κ.λπ.) εμφάνιση νέων δυσχερειών που δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση, επιδείνωση 2. ιατρ. εμφάνιση νέας νοσηρής καταστάσεως που… … Dictionary of Greek
επιπλοκή — η 1. περιπλοκή, εμπλοκή, μπέρδεμα. 2. μτφ., η επαύξηση των δυσχερειών εξαιτίας νέων δυσκολιών, η επιδείνωση. 3. (ιατρ.), η εμφάνιση πρόσθετου νοσηρού συμπτώματος, η περιπλοκή, η επιδείνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιπλοκαῖς — ἐπιπλοκή plaiting together fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλοκαί — ἐπιπλοκή plaiting together fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλοκῆς — ἐπιπλοκή plaiting together fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλοκήν — ἐπιπλοκή plaiting together fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλοκῶν — ἐπιπλοκή plaiting together fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ … Dictionary of Greek
παραφίμωση — η ιατρ. επιπλοκή τής φίμωσης που συνίσταται σε περίσφιγξη τής βαλάνου τού πέους από την στενωμένη ακροποσθία η οποία έχει τραβηχθεί βίαια προς τα πίσω, επιπλοκή που απαιτεί άμεση χειρουργική επέμβαση για θεραπεία … Dictionary of Greek