Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πλινθεῖον

См. также в других словарях:

  • πλινθεῖον — brickworks neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθεῖα — πλινθεῖον brickworks neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθείου — πλινθεῖον brickworks neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθείῳ — πλινθεῖον brickworks neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθήιον — τὸ, Α βλ. πλινθείον …   Dictionary of Greek

  • πλινθείο — το / πλινθεῑον, και ποιητ. τ. πλινθήϊον, ΝΑ [πλινθεύω] εργαστήριο κατασκευής πλίνθων, πλινθοποιείο αρχ. 1. βάση στήλης ή αγάλματος 2. οικοδομικό τετράγωνο 3. τετραγωνικό σχέδιο γαιών 4. πλαίσιο παραθύρου 5. (μόνο ο ποιητ. τ. πλινθήϊον) μέρος τού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»