-
1 πλινθείω
-
2 πλινθείῳ
-
3 πλινθεῖον
πλινθ-εῖον, τό,II oblong case, φιάλαι.. ἐμ πλινθείοις, φιάλη.. ἐμ πλινθείῳ, IG11(2).161B12,63,66(Delos, iii B. C.), Inscr.Délos 396B55,461Bb14 (ii B. C.); φιάλαι ἐκ πλινθείων ἐξῃρημέναι ib.399B15, 442B15 (ii B. C.);φιάλας ἐμ πλινθείῳ τρεῖς IG11(2).199
B71 (Delos, iii B. C.); στέφανος χρυσοῦς ἐπιγραφὴν ἔχων ἐπὶ τοῦ π. ib.208.13, 287B9 (iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλινθεῖον
См. также в других словарях:
πλινθείῳ — πλινθεῖον brickworks neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)