-
1 πλινθειον
τό печь для обжигания кирпичей Arph., Lys.
См. также в других словарях:
πλινθεῖον — brickworks neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλινθεῖα — πλινθεῖον brickworks neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλινθείου — πλινθεῖον brickworks neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλινθείῳ — πλινθεῖον brickworks neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλινθήιον — τὸ, Α βλ. πλινθείον … Dictionary of Greek
πλινθείο — το / πλινθεῑον, και ποιητ. τ. πλινθήϊον, ΝΑ [πλινθεύω] εργαστήριο κατασκευής πλίνθων, πλινθοποιείο αρχ. 1. βάση στήλης ή αγάλματος 2. οικοδομικό τετράγωνο 3. τετραγωνικό σχέδιο γαιών 4. πλαίσιο παραθύρου 5. (μόνο ο ποιητ. τ. πλινθήϊον) μέρος τού… … Dictionary of Greek