Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πλευρῶν

См. также в других словарях:

  • Πλευρών — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλεύρων — Πλευρών fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλευρῶν' — Πλευρῶνα , Πλευρών fem acc sg Πλευρῶνι , Πλευρών fem dat sg Πλευρῶνε , Πλευρών fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλευρών — Αρχαία πόλη της Αιτωλίας, μεταξύ Μεσολογγίου και Αιτωλικού, στις πλαγιές του βουνού Αράκυνθος. Δυο χαμηλοί λόφοι, το Πετροβούνι και το Γυφτόκαστρο, διατηρούν λείψανα αρχαϊκού τείχους, που αποδίδεται στην Παλαιά Π., την πόλη των Κουρήτων κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • πλευρῶν — πλευρά rib fem gen pl πλευρόν rib neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλευρῶνα — Πλευρών fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλευρῶνι — Πλευρών fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλευρῶνος — Πλευρών fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλεύρωνα — Πλευρών fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριγωνομετρία — Κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με το θεμελιώδες πρόβλημα του υπολογισμού όλων των στοιχείων ενός τριγώνου, όταν μας είναι γνωστά μερικά από αυτά, αλλά ικανά να το προσδιορίσουν. Επειδή τα τρίγωνα διακρίνονται σε επίπεδα και σφαιρικά, γι’… …   Dictionary of Greek

  • κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»