-
1 Πλευρών'
Πλευρῶνα, Πλευρώνfem acc sgΠλευρῶνι, Πλευρώνfem dat sgΠλευρῶνε, Πλευρώνfem nom /voc /acc dual -
2 Πλευρῶν'
Πλευρῶνα, Πλευρώνfem acc sgΠλευρῶνι, Πλευρώνfem dat sgΠλευρῶνε, Πλευρώνfem nom /voc /acc dual -
3 Πλευρών
Πλευρώνfem nom /voc sg -
4 Πλεύρων
Πλευρώνfem nom /voc sg -
5 πλευρών
-
6 πλευρῶν
-
7 Πλευρών
Πλευρών: Pleuron, a town in Aetolia, Il. 2.639, Il. 13.217, Il. 14.116 .—Πλευρώνιος: inhabitant of Pleuron, Il. 23.635.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Πλευρών
-
8 Πλεύρωνα
Πλευρώνfem acc sg -
9 Πλευρώνα
-
10 Πλευρῶνα
-
11 Πλευρώνι
-
12 Πλευρῶνι
-
13 Πλευρώνος
-
14 Πλευρῶνος
-
15 διαΐσσω
διᾰΐσσω, [dialect] Att. [suff] διαισθ-ᾴσσω or [suff] διαισθ-ᾴττω (wrongly written διάττω in codd., Arist.Mete. 341b35, etc.), [tense] aor. 1 διῇξα (v. infr.):—A rush or dart through or across,πυρὸς λαμπρὸν διάϊσσεν μένος B.3.54
;λαγὸς ἐς τὸ μέσον διήϊξε Hdt.4.134
: also c. acc.,Λύκι' ὄρεα διᾴσσει S.OT 208
(lyr.); of sound,ἀχὼ.. διῇξεν ἄντρων μυχόν A.Pr. 133
(lyr.) (but spread abroad,E.
IA 426); of pain,σπασμὸς διῇξε πλευρῶν S.Tr. 1083
, cf. Hp.Morb.1.22;φρῖκαι διὰ τοῦ σώματος δ. Id.Mul.1.35
; διᾴττοντες [ἀστέρες] shooting stars, Anaxag. ap. D.L.2.9, Arist.Cael. 395a32, Gem.17.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαΐσσω
-
16 διαπήγνυμι
A fix or thrust through,ἀκόντιον διὰ πλευρῶν Antipho 3.3.5
; transfix, διέπᾱξε σιδάρῳ Epigr.inPTeb.3.29 (i B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπήγνυμι
-
17 κύτος
A hollow, κύκλου, of a shield, A.Th. 495; ; ;περίπλευρον κ. E.El. 473
(lyr.); ; ;κύλικος Pl.Com.189
;λοπάδος Xenarch.1.10
; hold of a ship, Plb.16.3.4.2 vessel, jar, A.Ag. 322, 816, S.El. 1142, etc.; πλεκτὸν κ. basket, E. Ion37;κοιλοσώματον κ. Antiph.52.2
.3 of any hollow container,τὸ τῆς κεφαλῆς κ. Pl.Ti. 45a
; τὸ ὄπισθεν κ. occiput, Arist.PA 56b26; τοῦ θώρακος τὸ κ., i.e. the chest, Pl.Ti. 69e;ποδῶν κ. Achae.4.4
(leg. πλευρῶν); τὸ ἄνω κ. Arist.GA 742b14
(also of plants, = αἱ ῥίζαι, 741b35, al.); τὸ λοιπὸν ἅπαν κ., of the uterus, Gal.UP14.14, cf. Sor.1.9; of the fourth stomach of the ox, Phlp. in AP0.417.14; τὸ τῆς ψυχῆς κ., i.e. the body, Pl.Ti. 44a: hence, abs., body,ἀνδρείῳ κύτει S.Tr.12
; trunk,διὰ παντὸς τοῦ κ. Pl.Ti. 74a
;τὸ ἀπ' αὐχένος μέχρι αἰδοίων κ. Arist.HA
491a29, cf. PA 686b14;τὸ ὅλον κ. τοῦ σώματος D.S.1.35
, cf. Archig. ap.Gal.13.262: metaph., of the πόλις, Pl.Lg. 964e;τὸ σύμπαν τῆς πόλεως κ. τείχεσιν ἠσφάλισται Plb.5.59.8
. -
18 παραπληρόω
II Gramm., fill up, of an expletive particle, Tryphoap.A.D.Conj.247.25 ;σύνδεσμον παραπληροῦντα τὴν φάσιν Dam.Pr. 300
.III Geom., in [voice] Pass., παραπληρωθεισῶν τῶν πλευρῶν being completed also, Arist.Mech. 848b28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπληρόω
-
19 σύναψις
A = συναφή, contact, Arist.Ph. 227a15, Metaph. 1069a9, LI 971b22, Thphr.Sens.73;ἡ σ. αἰσθήσεως πρὸς διάνοιαν Pl.Tht. 195d
: pl., Id.Ti. 40c, Plu.2.558f, etc.; dub. in Heraclit.10.II point or line of junction,τῶν πλευρῶν Arist.Mech. 854b39
; τῆς θερμαστρίδος ib. 854a23; ; τῆς ἀορτῆς (sc. τῷ πλεύμονι) Id.HA 513b13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύναψις
-
20 ἄχρι
I Adv. to the uttermost, τένοντε ;ἀπὸ δ' ὀστέον ἄχρις ἄραξε 16.324
, cf. 17.599.2 after Hom., before Preps.,ἄχρι εἰς Κοτύωρα X.An.5.5.4
;ἄ. ἐς ποταμόν Tab.Heracl.1.17
; ἄχρι πρὸς τὸν σκοπόν, πρὸς τὴν πόλιν, Luc.Nigr.36, Herm.24;ἄχρις ἐπ' ἄκνηστιν A.R.4.1403
;ἐπ' ὀστέον IG12(7).115.9
([place name] Amorgos);ἄχρι ἐπὶ πολὺ τῶν πλευρῶν Thphr.Char.19.3
;ἄχρις ἐς ἠῶ Q.S.6.177
;ἄχρι ὑπὸ τὴν πυγήν Luc.DMort.27.4
: less freq. after the Noun,ἐς τέλος ἄχρις Q.S.2.617
, cf. Nonn.D.5.153, etc.: rarely c. acc.,ἄχρι.. θρόνον ἦλθεν IG14.2012
(Sulp. Max.): with an Adv., ἄχρι πόρρω still farther, Luc.Am.12;ἄχρι δεῦρο S.E.M.8.401
.II Prep. with gen., even to, as far as,1 of Time, until, ἄχρι μάλα κνέφαος until deep in the night, Od.18.370;ἄχρι τῆς τήμερον ἡμέρας D.9.28
;ἀπὸ τῆς ἀρχῆς ἄχρι τῆς τελευτῆς Id.18.179
;ἄχρι γήρως Apollod.Com.2
; ἄχρι δὲ τούτου until then, Sol.13.35;ἄχρι τοῦ νῦν Timostr.1
, Ep.Rom.8.22;ἄχρι νῦν Luc. Tim.39
, LXX Ge.44.28; continually,Plu.
Cic.6.2 of Space, as far as, even to,ἄχρι τῆς ἐσόδου τοῦ ἱροῦ Hdt.2.138
(who elsewh. has μέχρι); ἄ. τῆς ὁδοῦ IG12.893
;ἄ. τῆς πυλίδος SIG2587.25
;ἄ. τοῦ Πειραιῶς D.18.301
;ἔδακνεν ἄχρι τῆς καρδίας Com.Adesp.475
;ἄχρις ἥπατος Ti.Locr.101a
, cf. 100e;ἄχρι τῆς πόλεως D.H.2.43
;ἄ. τοῦ δεῦρο Gal.10.676
: after its case,ἰνίου ἄχρις Euph.41
.3 of Measure or Degree, ἄχρι τούτου up to this point, D.23.122;ἄχρι τοῦ μὴ πεινῆν X.Smp.4.37
;ἄχρι τοῦ θορυβῆσαι D.8.77
;ἄ. θανάτου Act.Ap. 22.4
; ἄχρι τῆς πρὸς τὸν πλησίον δοξοκοπίας Polystr.p.19 W.III as Conj., ἄχρι, ἄχρις with or without οὗ,1 of Time, until, so long as,ἄχρι οὗ ὅδε ὁ λόγος ἐγράφετο X.HG6.4.37
;ἄχρις ὅτου Epigr.Gr.314.24
([place name] Smyrna); ἄχρι οὗ ἄν or ἄχρι ἄν with Subj., ἄχρι ἂν σχολάσῃ till he should be at leisure, X.An.2.3.2;ἄχρις οὗ ἂν δοκέῃ Hp.Fist.3
;ἄχρις ἂν αἱ ἡμέραι παρέλθωσιν Id.Int.40
; ἄχρι ἂν ἔχῃ τὸ ἴδιον ἐντελές [ἡ ἱστορία] Luc.Hist.Conscr.9: withoutἄν, ἄχρις ῥεύσῃ Bion 1.47
; ἄχρι οὗ τελευτήσῃ (v.l. -σει) Hdt.1.117;ἄχρι οὗ ἐπιλάμψῃ Plu.Aem.17
; ἄχρι ἄν, c.inf., Epist.Mithr. in SIG741.37: c. inf. only,ἄχρις ἱκέσθαι ὀστέον Q.S.4.361
.2 of Space, so far as,διώξας, ἄχρι οὗ ἀσφαλὲς ᾤετο εἶναι X.Cyr.5.4.16
: c. subj.,αὐξάνεται εἰς μῆκος, ἄχρι οὗ δὴ ἐφίκηται τοῦ ἡλίου Thphr.HP5.1.8
; cf. μέχρι throughout. —[dialect] Ep. poets use ἄχρι or ἄχρις, as the metre requires: in [dialect] Ion. μέχρι is preferred (v. supr.): but ἄχρι, -ις are more common in Hom. than μέχρι: the only [dialect] Att. forms are ἄχρι, μέχρι, before both consonants and vowels, cf. Phryn.6, Moer.34; and so in [dialect] Att. Inscrr. (where it is somewhat less freq. than μέχρι): ἄχρι ἄν with hiatus in IG2.2729, Hegesipp.Com.1.26; but .—Never in Trag. (ἄχρι, = ṃṃ-χρι, cf. μέχρι.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Πλευρών — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλεύρων — Πλευρών fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλευρῶν' — Πλευρῶνα , Πλευρών fem acc sg Πλευρῶνι , Πλευρών fem dat sg Πλευρῶνε , Πλευρών fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλευρών — Αρχαία πόλη της Αιτωλίας, μεταξύ Μεσολογγίου και Αιτωλικού, στις πλαγιές του βουνού Αράκυνθος. Δυο χαμηλοί λόφοι, το Πετροβούνι και το Γυφτόκαστρο, διατηρούν λείψανα αρχαϊκού τείχους, που αποδίδεται στην Παλαιά Π., την πόλη των Κουρήτων κατά τη… … Dictionary of Greek
πλευρῶν — πλευρά rib fem gen pl πλευρόν rib neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλευρῶνα — Πλευρών fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλευρῶνι — Πλευρών fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλευρῶνος — Πλευρών fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλεύρωνα — Πλευρών fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγωνομετρία — Κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με το θεμελιώδες πρόβλημα του υπολογισμού όλων των στοιχείων ενός τριγώνου, όταν μας είναι γνωστά μερικά από αυτά, αλλά ικανά να το προσδιορίσουν. Επειδή τα τρίγωνα διακρίνονται σε επίπεδα και σφαιρικά, γι’… … Dictionary of Greek
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek