-
1 πλεονεκτης
21) самонадеянный, высокомерный, наглый(λόγος Her.)
2) корыстолюбивый, жадный, хищнический(βίαιος καὴ π. Thuc.; οἱ πλεονέκται τῶν ἄλλων ἀφαιρούμενοι χρήματα Xen.)
3) получающий преимущество, имеющий перевесἐν παντὴ π. τῶν πολεμίων Xen. — имеющий во всех отношениях превосходство над врагами
-
2 πλεονέκτης
{прил., 4}корыстолюбивый, жадный, хищнический; как сущ. лихоимец, любостяжатель.Ссылки: 1Кор. 5:10, 11; 6:10; Еф. 5:5.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πλεονέκτης
-
3 πλεονέκτης
{прил., 4}корыстолюбивый, жадный, хищнический; как сущ. лихоимец, любостяжатель.Ссылки: 1Кор. 5:10, 11; 6:10; Еф. 5:5.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πλεονέκτης
-
4 πλεονέκτης
ο, πλεονέκτις (-ιδος) η корыстолюбивый человек, корыстолюбец; жадный человек, жадина -
5 πλεονέκτης
корыстолюбивый, жадный, хищнический; как сущ. лихоимец, любостяжатель.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πλεονέκτης
-
6 πλεονέκτης
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πλεονέκτης
-
7 πλεονέκτης
-
8 πλεονέκτης
[плэонэктис] ουσ α жадный, алчный человек. -
9 βιαιος
3 и 21) чинящий насилие, насильничающий(Κῆρες HH.; β. καὴ πλεονέκτης Thuc.; ἀνήρ Plut.)
2) насильственный(ἔργα Hom.; θάνατος Her., Plat.; τελευτή Arst.)
3) сильный, резкий(ἄνεμος Arst.)
4) вынужденный, подневольный, принудительный(πράξεις Plat.; τροφή Arst.)
5) жестокий, мучительный(νόσος Soph.)
6) искусственный, неестественный(παρὰ φύσιν καὴ β. Plat.; βίος Arst.)
-
10 δημαγωγικος
-
11 πλεονέχτης
πλεονέχτρα η см. πλεονέκτης -
12 4123
{прил., 4}корыстолюбивый, жадный, хищнический; как сущ. лихоимец, любостяжатель.Ссылки: 1Кор. 5:10, 11; 6:10; Еф. 5:5.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4123
См. также в других словарях:
πλεονέκτης — πλεονέκτης, ο και πλεονέχτης, ο θηλ. έκτρια αυτός που επιδιώκει να έχει περισσότερα σε βάρος άλλων, ο αχόρταγος, αλλιώς ταμαχιάρης ή ταμαχκιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλεονέκτης — one who has masc nom sg πλεονεκτέω have imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονέκτης — ο, ΝΜΑ, και πλεονέχτης, θηλ. πλεονέχτρα Ν, θηλ. πλεονέκτις, ΜΑ αυτός που επιδιώκει να έχει περισσότερα από όσα κάποιος άλλος ή οι άλλοι γενικώς και συνήθως να αποκτήσει κάτι που δεν το δικαιούται («πᾱς πόρνος ἤ ἀκάθαρτος ἤ πλεονέκτης... οὐκ ἔχει… … Dictionary of Greek
πλεονεκτῇς — πλεονεκτέω have pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονέκται — πλεονέκτης one who has masc nom/voc pl πλεονέκτᾱͅ , πλεονέκτης one who has masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτέων — πλεονέκτης one who has masc gen pl (epic ionic) πλεονεκτέω have pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτίστατος — πλεονέκτης one who has masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτῶν — πλεονέκτης one who has masc gen pl πλεονεκτέω have pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονέκταις — πλεονέκτης one who has masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονέκτην — πλεονέκτης one who has masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονέκτου — πλεονέκτης one who has masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)