Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πλειστ-άκις

См. также в других словарях:

  • ολιγιστάκις — ὀλιγιστάκις (Α) επίρρ. πολύ σπάνια, σπανιότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγιστος + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πλειστ άκις)] …   Dictionary of Greek

  • πεπερασμενάκις — Α επίρρ. σε συγκεκριμένο αριθμό ετών («τὰ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπερασμένος + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πλειστ άκις)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»