Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πλίνθους

См. также в других словарях:

  • πλίνθους — πλίνθος brick fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθοδομή — η, Ν 1. δομική κατασκευή τής οποίας τα κύρια υλικά είναι οι πλίνθοι και η ασβεστοκονία 2. φρ. α) «δρομική πλινθοδομή» πλινθοδομή που κατασκευάζεται με τη χρήση μόνο δρομικών πλίνθων, δηλαδή με μια σειρά από πλίνθους τοποθετημένες με την πλατύτερη …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …   Dictionary of Greek

  • αναγεννητής — Συσκευή με την οποία προθερμαίνεται ο αέρας που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί σε μεταλλουργικές μονάδες. Είναι ένας θάλαμος θερμικά μονωμένος και γεμάτος πυρίμαχους πλίνθους, τοποθετημένους έτσι ώστε να μπορούν να κυκλοφορούν τα αέρια. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

  • εκπλινθεύω — ἐκπλινθεύω (Α) 1. αφαιρώ τις πλίνθους 2. κατασκευάζω πλίνθους …   Dictionary of Greek

  • ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • πλίνθος — Ευρύτατη ποικιλία οικοδομικών υλικών τα οποία κατασκευάζονται από αργιλώδη γη. Γενικότερα είναι γνωστός με την ονομασία τούβλο. Η πρώτη ύλη καθαρίζεται, αναμειγνύεται με νερό, τοποθετείται σε καλούπια, ξεραίνεται και, τέλος, ψήνεται σε ειδικά… …   Dictionary of Greek

  • πλαστελίνη — η, Ν βλ. πλαστιλίνη. πλαστευτής, ὁ, Α ο κατασκευαστής τειχών ή περιβόλων από πλίνθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστή «τείχος, περίβολος από πλίνθους» μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *πλαστεύω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»