-
1 πλέω
πλέω плыть; идти (о корабле) -
2 πλεω
I.I(fut. πλεύσομαι и πλευσοῦμαι - поздн. πλεύσω, aor. ἔπλευσα, pf. πέπλευκα; pass.: aor. ἐπλεύσθην, pf. πέπλευσμαι)1) плыть, плавать(Ἰλιόθεν, ἐνὴ πόντῳ Hom.; ἐν ναυσίν Xen.; ἀπὸ Λευκάδος Thuc.; ἐν τῇ θαλάττῃ Plat.)
ζεφύρου αὔρᾳ π. Aesch. — плыть с западным ветром2) (= νέω См. νεω II) держаться на поверхности воды, плаватьπ. ἐλαφρῶς Hom. — (о сухом дереве) легко держаться на поверхности воды;
νῆσος πλέουσα Her. — плавучий остров;ταῖς ναυσὴν εὖ πλεούσαις Xen. — на быстроходных кораблях3) ( о морском путешествии) совершать(στόλον τόνδε Soph.; πλοῦν Plut.)
4) проплывать на кораблях(ὑγρὰ κέλευθα Hom.; τέν θάλατταν Xen.)
τὸ πεπλευσμένον πέλαγος Xen. — пройденная часть моря5) перен. протекать, идтиπάντα ἡμῖν κατ΄ ὀρθὸν πλεῖ Plat. — все у нас идет на лад
6) качаться, балансироватьἔπλεον ὀλισθαίνοντες ἀμφοτέροις τοῖς ποσίν Polyb. — скользя обеими ногами, они качались
IIII. -
3 πλέω
(αόρ. επλευσα, παθ. αόρ. επλεύσθην) αμετ. плыть; плавать (тж. перен.);τό ξύλο πλέει στο νερό — палка плавает в воде;
πλέω στο αίμα — плавать в крови;
πλέω στον πλοτού — или πλέ στη χλιδή — купаться в роскоши;
τα πόδια μου πλένε ( — или πλέουν) σ' αυτά τα παπούτσια — эти туфли мне очень велики
-
4 πλέω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πλέω
-
5 πλέω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πλέω
-
6 πλέω
плыть, плавать (на корабле).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πλέω
-
7 πλέω
-
8 πλέω
[плэо] ρ плавать, плыть, идти (о судне). -
9 επλων
-
10 επλωσα
-
11 πλειν
-
12 πλειω
-
13 πλειων
I.II.2, gen. ονος, πλέων 2, gen. ονος и πλέως, πλέᾱ, πλέων, gen. πλέω, πλέᾱς, πλέω [compar. к πολύς См. πολυς]1) более многочисленный, большой(στρατιή Her.; ὄχλος Xen.)
μάχεσθαι πλεόνεσσι Hom. — сражаться с численно превосходящим противником;οἱ πλείονες Hom. (οἱ πλεῦνες Her.) — большинство, тж. Her., Thuc. множество людей, Arph. иногда усопшие, мертвецы:ἐς πλέονας οἰκεῖν Thuc. — управлять в интересах большинства;ἔτη γεγονὼς πλείω ἑβδομήκοντα Plat. — будучи более семидесяти лет от роду;ἐς πλεόνων ἦλθε μετοικεσίην Anth. — он вступил в обитель мертвых, т.е. умер2) более протяженный, более длинный(ὁδός Plat.)
3) более продолжительный, более долгий(χρόνος Her.)
πλέων νύξ Hom. — большая часть ночи4) более значительный, более важный(οὐχὴ ἥ ψυχέ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς; NT.)
περὴ πλείονος ποιεῖσθαι Xen. — ставить выше - см. тж. πλέον и πλείον -
14 πλευσομαι
-
15 πλευσουμαι...
-
16 πλευστεον
-
17 πλεων
-
18 πλωω
(impf. πλῶον, fut. πλώσομαι, aor. ἔπλωσα и ἔπλων, part. aor. πλώς, pf. πέπλωκα, adj. verb. πλωτός) ион.-поэт. = πλέω См. πλεω I -
19 αναπλεω
ион. ἀναπλώω (fut. ἀναπλεύσομαι)1) плыть вверх, против течения Her., Dem., Arst.στεινωπὸν ἀνεπλέομεν Hom. — мы проплывали узкий пролив;
ἐς Τροίην νήεσσιν ἀναπλεύσεσθαι Hom. — отплыть на кораблях в Трою;ὅ ποταμὸς ἀναπλεῖται Polyb. — плавание совершается вверх по реке2) всплывать на поверхность(ναυάγιον ἀναπλεῖ Arst.)
3) плыть назад, плавать в обратном направлении Her., Xen., Dem., Polyb. -
20 αντιπλεω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πλέω — πλέω, έπλευσα βλ. πίν. 42 Σημειώσεις: πλέω : από την παθητική φωνή χρησιμοποιείται μόνο η ουσιαστικοποιημένη μτχ. το πλεούμενο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πλέω — και πλέγω έπλευσα 1. κινούμαι, ταξιδεύω στη θάλασσα, στο ποτάμι, στη λίμνη, αρμενίζω: Πλέαμε κατά το ανοιχτό πέλαγος. 2. επιπλέω: Ορισμένα σώματα πλέουν στο νερό. 3. για αφθονία, υπερβολή: Το πρόσωπό του έπλεε στο αίμα. – Αυτός πλέει στα αγαθά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από … Dictionary of Greek
πλέω — πλέος masc/neut nom/voc/acc dual πλέος masc/neut gen sg (doric aeolic) πλέω sail pres subj act 1st sg πλέω sail pres ind act 1st sg πλέως full masc/neut nom/voc/acc dual (ionic) πλέως full masc/neut gen sg (doric ionic aeolic) πλέω̆ , πλέως full… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέῳ — πλέος masc/neut dat sg πλέως full masc/neut dat sg (ionic) πλέῳ̆ , πλέως full masc/fem/neut dat sg πλέως full masc nom/voc pl πλέῳ̆ , πλέως full masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεῖ — πλέω sail pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) πλέω sail pres imperat act 2nd sg (attic epic) πλέω sail pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) πλέω sail pres imperat act 2nd sg (attic epic) πλέω sail imperf ind act 3rd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέωι — πλέῳ , πλέος masc/neut dat sg πλέῳ , πλέως full masc/neut dat sg (ionic) πλέῳ̆ , πλέως full masc/fem/neut dat sg πλέῳ , πλέως full masc nom/voc pl πλέῳ̆ , πλέως full masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευσούμενον — πλέω sail fut part mid masc acc sg (attic epic doric) πλέω sail fut part mid neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) πλέω sail fut part mid masc acc sg (doric) πλέω sail fut part mid neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεῖον — πλέω sail pres part act masc voc sg (epic) πλέω sail pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) πλέω sail imperf ind act 3rd pl (epic) πλέω sail imperf ind act 1st sg (epic) πλέως full masc acc sg (epic) πλέως full neut nom/voc/acc sg (epic) πλείων … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεῖτε — πλέω sail pres imperat act 2nd pl (attic epic) πλέω sail pres opt act 2nd pl πλέω sail pres ind act 2nd pl (attic epic) πλέω sail imperf ind act 2nd pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλῶον — πλέω sail pres part act masc voc sg (epic ionic) πλέω sail pres part act neut nom/voc/acc sg (epic ionic) πλέω sail imperf ind act 3rd pl (epic ionic) πλέω sail imperf ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)