Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πιπρήσκω

См. также в других словарях:

  • πιπράσκω — και ιων. τ. πιπρήσκω Α 1. (γενικά) πουλώ 2. (ειδικά) (σχετικά με πρόσ. και πράγματα) πουλώ κάτι για εξαγωγή, κάνω εξαγωγή 3. μτφ. προδίδω κάποιον προκειμένου να αποκτήσω χρήματα («πεπρακόσιν ἑαυτοὺς εἰς τἀναντία τοῑς τῇ πατρίδι συμφέρουσιν»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»