Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

περνάς

См. также в других словарях:

  • περνᾷς — περνάω sell pres subj act 2nd sg περνάω sell pres ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περνάς — περνά̱ς , πέρνημι export for sale pres part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nea Ionia (Attika) — Gemeinde Nea Ionia Δήμος Νέας Ιωνίας …   Deutsch Wikipedia

  • ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • νεκροπέρνας — νεκροπέρνας, ὁ (Α) (για τον Αχιλλέα) αυτός που πουλά τα σώματα τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + πέρνας (< πέρνημι «πουλώ»] …   Dictionary of Greek

  • περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ …   Dictionary of Greek

  • σφυρίζω — και σφυρώ και ως ασυναίρ. σφυράω Ν 1. εκβάλλω οξύ, διαπεραστικό ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή με τα δάχτυλα στο στόμα ή με ένα κατάλληλο όργανο, συρίζω 2. ειδοποιώ, ανακοινώνω, δίνω σύνθημα με σφύριγμα (α. «όταν περνάς έξω από το σπίτι μου …   Dictionary of Greek

  • νισάφι — το (λ. τουρκ.), διάκριση, χάρη, έλεος, συγκράτηση: Όλη τη μέρα την περνάς στο καφενείο, νισάφι πια (συγκρατήσου, φτάνει πια) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»