-
1 πιναρος
-
2 Πιναρος
-
3 πιναρός
-
4 πιναρός
πιναρόςdirty: masc nom sg -
5 πιναρός
-
6 πιναρός
ά, όν грязный -
7 πιναρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιναρός
-
8 πιναρά
πιναρόςdirty: neut nom /voc /acc plπιναρά̱, πιναρόςdirty: fem nom /voc /acc dualπιναρά̱, πιναρόςdirty: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
9 πιναρόν
πιναρόςdirty: masc acc sgπιναρόςdirty: neut nom /voc /acc sg -
10 πιναρήν
πιναρόςdirty: fem acc sg (epic ionic) -
11 πιναρών
-
12 πιναρῶν
-
13 πινόεις
-
14 πινηρός
-
15 πιναρά
-
16 πιναρᾷ
-
17 πιναραίς
-
18 πιναραῖς
-
19 πιναροίο
-
20 πιναροῖο
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πιναρός — dirty masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιναρός — και πινηρός, ά, όν, Α γεμάτος λίγδα, ρυπαρός, ακάθαρτος (α. «πιναρὰν κόμαν», Ευρ. β. «πιναρὸν κάρα», Ευπ.) γ. «ἐσθῆτι πιναρᾷ», Κλήμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πίνος «ακαθαρσία, λίγδα» + κατάλ. –αρός (πρβλ. λιπ αρός)] … Dictionary of Greek
πιναρά — πιναρός dirty neut nom/voc/acc pl πιναρά̱ , πιναρός dirty fem nom/voc/acc dual πιναρά̱ , πιναρός dirty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιναρῶν — πιναρός dirty fem gen pl πιναρός dirty masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιναρόν — πιναρός dirty masc acc sg πιναρός dirty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιναραῖς — πιναρός dirty fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιναροῖς — πιναρός dirty masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιναροῖσι — πιναρός dirty masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιναροῖσιν — πιναρός dirty masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιναρᾷ — πιναρός dirty fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιναρήν — πιναρός dirty fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)