Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πηδώ

  • 101 радость

    θ.
    χαρά• χαρμόσυνη• ευφροσύνη•

    большая радость μεγάλη χαρά• αγαλλίαση•

    он вне себя от радости είναι έξαλλος από χαρά•

    прыгать от -и πηδώ από χαρά•

    какая -! τι χαρά!•

    шы радость моя радость είσαι η χαρά μου.

    εκφρ.
    на -ях – στις χαρές (για χαρμόσυνο γεγονός, είδηση κ.τ.τ.)• с какой -и? (απλ.) γιατί; για ποια αιτία;•
    не в радость – είμαι άχαρος•
    жизнь была не в радость – η ζωή ήταν άχαρη.

    Большой русско-греческий словарь > радость

  • 102 разбег

    α.
    φόρα, ορμή•

    прыгать с -а (разбегу) πηδώ με φόρα.

    Большой русско-греческий словарь > разбег

  • 103 распрыгаться

    ρ.σ. αρχίζω να πηδώ, με ζήλο.

    Большой русско-греческий словарь > распрыгаться

  • 104 резвиться

    -звлгось, -виться
    ρ.δ. παίζω, χαριεντίζομαι, σκιρτώ, (χορο)πηδώ, χαίρομαι•

    дети -ятся после уроков τα παιδιά χαίροντα μετά τα μαθήματα.

    Большой русско-греческий словарь > резвиться

  • 105 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 106 сигать

    ρ.δ.
    (απλ.) πηδώ. || πηγαινοέρχομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε.

    Большой русско-греческий словарь > сигать

  • 107 слететь

    слечу, слетишь
    ρ.σ.
    1. κατέρχομαι πετώντας• κάθομαι•

    птица -ла на ветку το πουλάκι κάθισε στο κλαδί.

    || επέρχομαι, επιπίπτω.
    2. (ανα)πετώ. || μτφ. εξαφανίζομαι, χάνομαι.
    3. κατεβαίνω• τρέχω• πηδώ γρήγορα.
    4. πέφτω• ξεκόβομαι• παρασύρομαι. || μτφ. διώχνομαι, απολύομαι.
    5. εκστομίζόμαι.
    συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, συνάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > слететь

  • 108 упрыгать

    ρ.σ. πηδώ μακριά• απομακρύνομαι πηδώντας.
    1. κουράζομαι από το πολύ πήδημα.
    2. ειρν. μτφ. κουράζομαι από τον μεγάλο ζήλο ή πάθος.

    Большой русско-греческий словарь > упрыгать

  • 109 через

    (πρόθεση με αιτ.).
    1. (για χώρο, έκταση κ.τ.τ.) δια, δια μέσου, μέσα απο•

    переправиться через реку διέρχομαι τον ποταμό•

    перейти через улицу περνώ την οδό•

    пройти через лес περνώ μέσα από το δάσος•

    переступить через порог περνώ το κατώφλι.

    || (για απόσταση) σε • через 15 километров от дервни σε απόσταση 15 χιλιόμετρα από το χωριό. || επί, επάνω•

    мост - Волгу γέφυρα στο Βόλγα.

    || πέρα απο, στην άλλη (απέναντι) πλευρά•

    деревья зеленели• через реку δέντρα πρασίνιζαν πέρα από το ποτάμι.

    2. μέσα απο•

    пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή.

    || μέσο, δια μέσου•

    ехать в париж через берлин πηγαίνω στο Παρίσι μέσο Βερολίνου.

    || απο•

    проехать - Москву περνώ από τη Μόσχα.

    3. υπέρ, πάνω απο•

    перелезть через забор περνώ πάνω από το φράχτη (τον περίβολο)•

    прыгать через вервку πηδώ πάνω από το σχοινί.

    || υπεράνω•

    через силу υπεράνω των δυνάμεων.

    4. (σημαίνει το μέσο ή το όργανο με το οποίο εκτελείται κάτι)• δια, μέσο, με•

    оповестить через газету γνωστοποιώ με την εφημερίδα•

    сообщить через соседа πληροφορώ με το γείτονα•

    переговаривать через переводчика συνεννοούμαι (συνδιαλέγομαι) με διερμηνέα•

    через расстрел με τουφεκισμό•

    через повешение με απαγχονισμό.

    5. (απλ.) για τον λόγο ότι, εξαιτίας, επειδή, γιατί•
    - болезнь не могу петь λόγω ασθένειας δεν μπορώ να τραγουδήσω.
    6. (για χρόνο) μετά, έπειτα, ύστερα απο•(μέσα) σε•

    через несколько дней отец вернулся μετά από μερικές μέρες ο πατέρας επέστρεψε•

    полчаса уеду μετά μισή ώρα θα φύγω.

    || μεταξύ, ανάμεσα•

    писать через интервал γράφω ενδιάμεσα.

    7. κάθε, ανά•

    курить через час καπνίζω κάθε μια ώρα•

    принимать лекарство через три часа παίρνω φάρμακο κάθε τρεις ώρες•

    работаю через день εργάζομαι μέρα παρά μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > через

  • 110 шагать

    ρ.δ.
    1. βαδίζω, βηματίζω• περπατώ• οδοιπορώ. || μτφ. προοδεύω, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι.
    2. περνώ, διαβαίνω• υπερπηδώ, δρασκελώ•

    шагать через канаву πηδώ τον αύλακα•

    порог δρασκελώ το κατώφλι.

    3. κάνω βηματισμό•

    солдаты -ают οι στρατιώτες βηματίζουν.

    βαδίζω με διάθεση, έχω διάθεση για βάδισμα.

    Большой русско-греческий словарь > шагать

  • 111 πηδόν

    πηδόν, τό,
    II in pl. πηδά, = πηδάλια, Arat.155. (Written πῆδον, also πῆδος, Hsch.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πηδόν

  • 112 ῥιπτέω

    ῥιπτ-έω, used only in [tense] pres. and [tense] impf., collat. form of ῥίπτω, first in Od.,
    A

    ἀν-ερρίπτουν ἅλα πηδῷ 13.78

    , where it suits the metre (but not the [dialect] Ion. dialect); so in Ar.,

    ῥιπτεῖτε χλαίνας Ec. 507

    ;

    διαρριπτοῦντε Id.V.59

    ; in Trag. ῥιπτέω is never either guaranteed or disproved by the metre,

    ῥιπτείσθω A.Pr. 1043

    (anap., cod. [voice] Med.),

    ῥιπτεῖ S.Aj. 239

    (anap.), Ant. 131 (anap.), Tr. 780,

    ῥιπτεῖν E.Tr. 734

    cod. P,

    ῥιπτοῦνθ' Hel. 1096

    cod. L,

    ῥιπτοῦντες Heracl. 149

    codd. LP; ῥίπτετ' and ἔρριπτον are guaranteed by the metre in E.HF 941, Ba. 1097, so that ῥίπτων, ῥίπτει may be accepted in E.Ba. 150 (lyr.), Hel. 1325 (lyr.); ῥιπτέω is found also in Prose,

    ῥιπτεῦσι Hdt.4.94

    (v.l.); ῥιπτέουσι ib. 188, cf. 7.50 ([etym.] ἀνα-), 8.53, Th.4.95 ([etym.] ἀνα-), Pl.Ti. 80a, Arist.Ph. 266b30, Mu. 396a2, Plb.1.47.4, al., Agatharch.26;

    ῥειπτουμένων OGI629.158

    (Palmyra, ii A.D.), etc.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥιπτέω

  • 113 κυβιστάω

    Grammatical information: v.
    Meaning: `tumble head forward' (Il., Pl., X.)
    Other forms: - έω Opp. K. 4, 263.
    Compounds: also with prefix, ἐκ-, κατα-, περι-.
    Derivatives: κυβιστητήρ `who tumbles head forward' (Hom., E., Tryph.; Fraenkel Nom. ag. 2,13), also with haplology κυβιστήρ (H.) and κυβιστής (Delos; uncertain; cf. Fraenkel Glotta 2, 31 n. 2 and below); κυβίστησις (Plu., Luk.), - ημα (Luc.) `somersault'.
    Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
    Etymology: Expressive verb with unclearer formation and unknown origin. The verbs in -( σ)τ- present nothing comparable with κυβιστάω; formations as ἑρπυστάζω (: ἑρπύζω, ἕρπω) a. o. (Schwyzer 706) suggest a *κυβίζομαι (evtl. through κυβιστής; s. above). - One compares since Curtius and Fick (s. Bq and WP. 1, 375) a few words given in EM: κύβη = κεφαλή ( κυβιστάω = εἰς κεφαλην πηδῶ), κύβηβος = ὁ κατακύψας, κυβηβᾶν ' κυρίως τὸ ἐπὶ την κεφαλην ῥίπτειν' (after H. = θεοφορεῖσθαι, κορυβαντιᾶν); further κυβητίζω ἐπὶ κεφαλην ῥίψω, κυβησίνδα ἐπὶ κεφαλήν, η τὸ φορεῖν ἐπὶ νώτου, η κατὰ νώτου H. Further κύμβη `head' (EM 545, 27) and κύμβαχος `head formost', ἀνακυμβαλιάζω. See Kuiper, Gedenkschrift Kretschmer 213f. (Not better Frisk, who wants to consider rather κύβος `dice'.) All the words would belong to κυφός, κύπτω. Frisk assumes that the word is northern, because of the β for φ; but there is no reason to connect κυφός.). So we have κυ(μ)β-, κυμ- `head' which is clearly Pre-Greek. - S. also Szemerényi, Sprache 11 (1966) 2 a. 6. Not with Prellwitz to κόβαλος; cf. Thumb KZ 36, 193 f.
    Page in Frisk: 2,38-39

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κυβιστάω

  • 114 bondir

    1) αναπηδώ
    2) πηδώ

    Dictionnaire Français-Grec > bondir

  • 115 vynechat

    1) αμελώ
    2) εξαλείφω
    3) πηδώ
    4) χάνω

    Česká-řecký slovník > vynechat

  • 116 vyskočit

    1) αναπηδώ
    2) πηδώ

    Česká-řecký slovník > vyskočit

  • 117 leap

    1) αναπηδώ
    2) πηδώ
    3) χοροπηδώ

    English-Greek new dictionary > leap

  • 118 podskakiwać

    1) αναπηδώ
    2) πηδώ
    3) χοροπηδώ

    Słownik polsko-grecki > podskakiwać

  • 119 skakać

    1) αναπηδώ
    2) πηδώ

    Słownik polsko-grecki > skakać

См. также в других словарях:

  • πηδώ — πηδῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παδώ Α 1. τινάζομαι ψηλά, μετακινούμαι με άλμα από ένα σημείο σε άλλο (α. «πηδάνε, παίζουν και γλεντάν», δημ. τραγούδι β. «υψόσε ποσσὶν ἐπήδα», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ με άλμα πάνω από κάτι (α. «πήδησα το χαντάκι» β.… …   Dictionary of Greek

  • πηδώ — και πηδάω πήδησα και πήδηξα, πηδήθηκα και πηδήχτηκα, πηδημένος και πηδηγμένος 1. κάνω πήδημα, τινάζομαι: Πήδηξε έξω από τον αυλόγυρο κι έφυγε γρήγορα. 2. αλλάζω αντικείμενο συζήτησης, σκέψης, λόγου: Πηδά από το ένα στο άλλο κι είναι αδύνατο να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πηδώ — πηδάω / πηδώ 1 πήδηξα βλ. πίν. 66 2 πήδησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πηδῶ — πηδάω leap pres imperat mp 2nd sg πηδάω leap pres subj act 1st sg (attic epic ionic) πηδάω leap pres ind act 1st sg (attic epic ionic) πηδάω leap pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) πηδάω leap pres ind act 1st sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηδῷ — πηδάω leap pres opt act 3rd sg πηδόν blade of an oar neut dat sg πηδός masc dat sg πηδός neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπηδώ — ἐπιπηδῶ, άω (AM) πηδώ πάνω σε κάποιον, εφορμώ («ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῑς ἐπιπηδᾷς», Αριστοφ.) μσν. πηδώ, χοροπηδώ αρχ. 1. μτφ. πηδώ πάνω ή πέρα από κάτι («ἐπιπηδᾱν τῷ λόγῳ», Πλούτ.) 2. πηδώ κατεπάνω («ἐπιπηδᾱν ἐπὶ τὴν τιμωρίαν», Ιώσ.) 3. (για αρσ …   Dictionary of Greek

  • επιθρώσκω — ἐπιθρῲσκω (Α) 1. πηδώ επάνω, ανεβαίνω κάπου με πήδημα («νηὸς ἐπιθρῲσκων», Ομ. Ιλ.). 2. πηδώ πάνω σε κάτι δείχνοντας έλλειψη σεβασμού («τύμβῳ ἐπιθρῴσκων Μενελάου», Ομ. Ιλ.) 3. (για άλογο) υπερπηδώ, πηδώ πάνω από μια έκταση 4. (για βράχο) προεξέχω… …   Dictionary of Greek

  • αναπηδώ — ( άω) (Α ἀναπηδῶ και ποιητ. ἀμπηδῶ) 1. πηδώ προς τα επάνω 2. τινάζομαι προς τα επάνω από έκπληξη ή φόβο, ανασκιρτώ, πετιέμαι 3. (για υγρά) αναβλύζω, εξακοντίζομαι μσν. (για φήμη) ακούγομαι έξαφνα αρχ. πηδώ προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πηδῶ …   Dictionary of Greek

  • ενάλλομαι — ἐνάλλομαι (AM) μσν. (απολ.) βρίζω αρχ. 1. πηδώ μέσα ή πάνω σε κάτι («τύπτειν ὅπου ἄν βουλώμεθα καὶ ἐναλλομένους ἀνατρέπειν», Ξεν.) 2. εφορμώ εναντίον κάποιου, κάνω έφοδο 3. (απολ.) πηδώ ολόγυρα, πηδώ ακόλαστα μέσα σε κάτι, σκιρτώ, χορεύω …   Dictionary of Greek

  • εφάλλομαι — ἐφάλλομαι (ΑΜ) μσν. (για τον Λάζαρο που εγέρθηκε από τόν τάφο) σηκώνομαι με ορμή, τινάζομαι πάνω αρχ. 1. πηδώ επάνω σε κάποιον, εφορμώ, επιτίθεμαι («Ἀστεροπαίῳ ἐπᾱλτο», Ομ. Ιλ.) 2. (με δοτ. οργαν.) προσβάλλω, πλήττω κάποιον με κάτι («ἐπάλμενος… …   Dictionary of Greek

  • θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»