-
1 πηγίον
-
2 διαπήγιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπήγιον
-
3 κλινοπήγιον
κλῑνο-πήγιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλινοπήγιον
-
4 πλατυπήγιον
πλᾰτυ-πήγιον, τό,A broad-bottomed boat, punt, POxy.1652.2 (iii A.D.), prob. in PThead.59.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλατυπήγιον
-
5 σοροπηγός
A coffin-maker, Ar.Nu. 846, AP11.122 ( Callicter?), 123 (Hedyl.):— [suff] σορο-πήγιον, τό, his workshop, Poll.7.160.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σοροπηγός
-
6 ἀσπιδοπήγιον
ἀσπῐδο-πήγιον, τό,A shield-manufactory, D.36.4, Poll.7.155, Lib. Or.33.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσπιδοπήγιον
-
7 ἁλοπήγιον
ἁλο-πήγιον, τό,A salt-works, salt-pit, Str.7.4.7, al., Plu.Rom. 25 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλοπήγιον
См. также в других словарях:
πηγίον — τὸ, Α [πηγή] το πηγίδιον* … Dictionary of Greek
κηροπήγιο — Σκεύος για την τοποθέτηση ενός ή περισσότερων κεριών. Πρόδρομός του μπορεί να θεωρηθεί ο ξύλινος ρητινούχος πυρσός, που στερεωνόταν στο χώμα ή στα τοιχώματα των προϊστορικών σπηλαίων. Η παραδοσιακή μορφή του κ. είναι ετρουσκικής καταγωγής και… … Dictionary of Greek
κλινοπήγιον — κλινοπήγιον, τό (Α) εργαστήριο κατασκευής κλινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πήγιον (< πηγός < πήγνυμι), πρβλ. κηρο πήγιον, ναυ πήγιον] … Dictionary of Greek
παστοπήγιον — τὸ και παστοπηγία, ἡ, Μ ο νυφικός θάλαμος, ο νυμφώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παστός (Ι) + πήγιον (< πηγός < πήγνυμι «στερεώνω»), πρβλ. κηρο πήγιον] … Dictionary of Greek
σταυροπήγιο — το / σταυροπήγιον, ΝΜ η στερέωση σταυρού, που τόν έχει στείλει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στα θεμέλια μονής ως ένδειξη ότι αυτή υπάγεται στη δικαιοδοσία του μσν. 1. το δικαίωμα τής αποστολής σταυροπηγίου 2. ο σταυρός ως όργανο βασανισμού.… … Dictionary of Greek