-
1 κλινοπήγιον
κλῑνο-πήγιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλινοπήγιον
См. также в других словарях:
κηροπήγιο — Σκεύος για την τοποθέτηση ενός ή περισσότερων κεριών. Πρόδρομός του μπορεί να θεωρηθεί ο ξύλινος ρητινούχος πυρσός, που στερεωνόταν στο χώμα ή στα τοιχώματα των προϊστορικών σπηλαίων. Η παραδοσιακή μορφή του κ. είναι ετρουσκικής καταγωγής και… … Dictionary of Greek