Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πεύκη

См. также в других словарях:

  • πεύκη — πεύκη, η και πεύκος, ο και πεύκο, το κωνοφόρο δέντρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεύκη — pine fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεύκῃ — πεύκη pine fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεύκη — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας, του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (15 τ. χλμ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Ηλείας του ομώνυμου νομού. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Πεύκη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ.) του νομού Τρικάλων …   Dictionary of Greek

  • πευκῶν — πεύκη pine fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεῦκαι — πεύκη pine fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεύκαις — πεύκη pine fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεύκαισι — πεύκη pine fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεύκαισιν — πεύκη pine fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεύκην — πεύκη pine fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»